duende

Κείμενα γραμμένα για το διαδικτυακό περιοδικό ΝΤΟΥέΝΤΕ
Στήλη: Καθρέφτης Ονείρου (2011-2013)

Persona (8-11)
Κάθε φορά που παίρνω φόρα για να σε αγκαλιάσω, μπαίνει στη μέση η ομίχλη που φαντάζομαι χωρίς να βλέπω και μας χωρίζει. Το βλέμμα σου θυμίζει αποσιωπητικά, είπε κάποιος που δε θυμάμαι. Μα εγώ απορώ γιατί δανείζεσαι τη φωνή μου, μονάχα για να κραυγάσεις.
Νιώθω σαν σοκολάτα που τη σπάνε στPerη μέση για να μην κλάψει κανείς. Αν προχωρήσεις αυτή τη διχοτόμηση στο επέκεινα θα πάρεις εμένα. Ποιον εμένα; Ποιον απ’ όλους; Όλους. Σταγόνες. Κομμάτια άπειρα. Θάλασσα. Όλοι. Εγώ.
Κοιμάμαι εφιάλτη και μέσα έχει ομίχλη. Θα προεκτείνω το χέρι για άλλη μια φορά κι ας γνωρίζω πώς η αφή μου θα γίνει Εσύ και θα χαθώ πάλι σε κείνο που δε γνωρίζω. Όπως τότε που κάποιος ζήτησε φωτιά και σκουντουφλήσαμε απορημένοι, κι έγινε πυροτέχνημα.
Θυμάμαι τότε που άρχισε το ταξίδι. Ο εισπράκτορας ρώτησε, με επιστροφή, και εσύ, ξέρεις, έριξες το βλέμμα χάμω. [Άνευ]. Η γυάλα έσπασε και τα χρυσόψαρα χυθήκαν στον ωκεανό μέσα απ’ τη ραγισμένη θάλασσα. Κάθε φορά που έχει ομίχλη -και έχει κάθε φορά ομίχλη-  επιστρέφει η φωτιά σαν χάος με ακρίβεια εαυτού.
Δένεται κόμπος ναυτικός η γλώσσα σαν με ρωτάει κάποιος το όνομά μου που δε γνωρίζω πια. Κι ύστερα, έρχεται κάποιος, δανείζεται τη φωνή σου, ή τη φωνή μου, δε θυμάμαι, και λέει κάτι στην τύχη. Ένα όνομα στην τύχη. Μια φούχτα γράμματα στην τύχη. Φτου ξελευθερία! Έτσι, μας γνωρίζουν όλοι, μ’ άλλη επιγραφή ο καθένας. Ούτως ή άλλως απ’ όταν άρχισε το ταξίδι είμαι αυτός που είμαι, σημαίνει είμαι αυτός που δεν είμαι, χωρίς να σημαίνει…
Αυτή τη φορά θα απλώσω το χέρι πέρα απ’ τον καπνό και την ομίχλη και το άφταστο πρόσωπο που θα αγγίζω χωρίς να πιάνω θα είναι Εσύ. Εγώ. Κάποιος είπε πως το πρόσωπό σου θυμίζει αποσιωπητικά. Αν είναι και απόψε να δανειστείς τη φωνή μου, ας είναι μόνο για να μου τραγουδήσεις. Κι ας μη φιλιώσαμε ποτέ. Να αποσιωπήσεις τη φωτιά και τη θάλασσα, μ’ ένα φιλί, έναν ψίθυρο και μια αγκαλιά.
_________________
Wendy and Lucy (9/11) 

Το δικό μου καλοκαίρι εκκίνησε μήνα άγνωστο. Με μια βαλίτσα στο χέρι. Η βαλίτσα κλάπηκε. Η παλάμη άδειασε. Γραφές σε γραμμές άβατες. Έμεινα με τους αγκώνες αμφίβολα προτεταμένους προς βορρά και νότο, αναμένοντας το ταξίδι που θα με σχίσει.
Εγώ δεν είμαι από εδώ. Δεν είμαι για εδώ. Το εδώ πληγώνει. Στο εκεί δεν έφτασα. Εκεί ονειρεύτηκα. Εκεί έζησα. Είμαι εδώ που πληγώνει.
Μερικές νύχτες γαβγίζω ασυναίσθητα. Τέτοιο δηλώνουν οι βαρήκοοι φίλοι . Αν άντεχες να με κοιτούσες στα μάτια ίσως τα μάτια μου να μην ήταν γάβγισμα. Μερικές νύχτες γαβγίζω ασυναίσθητα. Οι καλόβολοι φέρνουν τροφή. Μερικοί νερό. Οι άλλοι πέτρα. Τις πέτρες καραμελώνω με αίμα. Την τροφή αφήνω άθικτη. Είναι άλλα που λείπουν. Άλλα λείπουν. Όλα λείπουν. Μερικές νύχτες γαβγίζω ασυναίσθητα. Μην πεις πως φταίει το μεγάλο φεγγάρι.
Η βαλίτσα θυμάμαι ήταν πράσινη. Απ’ έξω κενή κι από μέσα άδεια. Με λίγη προσπάθεια μπορώ να αρχίσω να απαριθμώ αυτά που δεν είχε. Τι λες; αντέχεις να απαριθμώ αυτά που δεν είχε; Αντέχεις να χάσω το μέτρημα;
Σε σένα μιλώ που λες πως γαβγίζω. Σε σένα που σφυρίζεις αδιάφορα. Σε σένα μιλώ που πετάς πέτρες όταν νομίζεις πως δεν κοιτάω.  Σε σένα που με ταΐζεις αδιάφορα. Σε σένα που με φοβάσαι. Σε σένα που σε φοβάσαι. Σε σένα που φοβάσαι. Σε σένα που συνήθισες. Να λες πως γαβγίζω μόνο επειδή η φωνή μου δε χωράει στην αλφαβήτα σου. Τι λες; Αντέχεις να απαριθμώ τα ανύπαρκτα στην άδεια βαλίτσα;
Έχει μέρα ωραία. Ήλιο καυτό. Και τα πουλιά το λένε το τραγούδι τους. Είναι απ’ τις ώρες που θέλω την άδεια βαλίτσα μου, προσκέφαλα, να μου αδειάζει το κεφάλι. Είναι απ’ τις ώρες εκείνες που τα βόλια σου δεν έχουν σημάδι.
Απ’ το εδώ δεν ξέφυγα. Απ’ το εδώ έφυγα. Είμαι εδώ που πληγώνει. Εκεί δεν έφτασα. Εκεί δεν έζησα. Εκεί ονειρεύτηκα. Εκεί είναι εδώ που πληγώνει.
Το καλοκαίρι μου εκκίνησε μήνα άγνωστο με μια κλεμμένη βαλίτσα. Περιμένω ακόμα το ταξίδι που θα με σχίσει. Εδώ-εκεί, βορά-νότο, χειμώνα-καλοκαίρι, όπου η φωνή μου είναι μονάχα η φωνή μου. Τι να την κάνω την κλεμμένη βαλίτσα; Τι να την κάνω; Θα αρκούσε μονάχα μια ζωή που να με χωράει.
Ναι, θα αρκούσε…
______________
Barton Fink (10-11) 

Τα συναισθήματα κουλουριάστηκαν μεταξύ τους και σχημάτισαν ένα πέτρινο αδιέξοδο. Η γλώσσα κόπηκε και εγκλωβίστηκε κάτω από λίθινο τίποτα. Ερημιά. Ερημιά, θα ήταν η λέξη αν μπορούσα να την προφέρω. Εδώ ακρωτηριάζεται και η πιο μικρή συγκίνηση. Απομακρύνθηκα τόσο εντός μου, που τίποτα δε ζυγώνει. Βουβός και άπνοος στο κέντρο της ξηρασίας, περιμένω  δάκρυ μακρινό να με αναστήσει.
Η φωτιά είναι οπουδήποτε αλλού εκτός από μέσα μου. Καίει όσα θα φανταζόμουν αν είχα την ελάχιστη δύναμη να φανταστώ. Καίει τις μακρινές νοσταλγίες που αγάπησα. Ποιος έκανε καυσόξυλα τις γλυκές μου ερωμένες; Οι στάχτες είναι γκρι που δεν αντέχεις να κοιτάζεις. Έγινα ρίζα χωρίς δέντρο, χωμένος σ’ έδαφος άγονο. Πλαταίνουν οι μέρες σα μήνες που δεν περνάνε.
Θέλω να συνθλίψω στις χούφτες μου την ασθενική καρδιά μου. Να σπάσουν τα φράγματα. Να ξεπηδήσουν σα χείμαρρος από μέσα μου τα παγωμένα συναισθήματα. Να γίνουνε λέξεις και ποιήματα οι φιμωμένες σιωπές. Να ποτίσουν τον άδροσο κήπο της Βαβέλ. Να ανοίξω τα μάτια. Να πω αυτό ήταν πέρασε.
Θέλω να λύσω τα καρφιά στην φωτογραφία και να λιώσει σαν κερί ο χρόνος. Να δραπετεύσω απ’ τις παγωμένες εικόνες που με θολώνουν. Να αποκτήσουν όλα την κίνησή τους. Τα μαλλιά σου, τους ώμους σου που χαϊδεύουν, να χορεύουν απαλά στον αέρα. Η θάλασσα να μου φέρνει το κύμα και τον ήχο σου. Θέλω να συνθλίψω στις χούφτες μου την ασθενική μου καρδιά για όλες τις μέρες που πέρασαν δίχως το πρόσωπό τους.
Μα μένω βουβός και ξέπνοος στο κέντρο της ξηρασίας. Το δάκρυ είναι κάτι που δεν έρχεται. Και η φωτιά αλλού. Ό,τι αγγίζω έχει καεί ένα κλικ νωρίτερα και αέρας δε μου παίρνει τη στάχτη. Ο χαμένος μου εαυτός είναι λαβύρινθος και εγώ δεν έχω πόδια να τον διανύσω.
Ακίνητος στον ανυπόφορο ιστό του θανάτου. Ξένος μέσα μου. Ξένος έξω μου. Ανήμπορος. Πεθαίνει ο άνθρωπος πολύ πριν πεθάνει. Καταδικασμένος στην αδυναμία του να μη μπορεί να υπάρξει.
________________ 
Alice ou la vie en noir et blanc(10-11)
Αλίκη είναι το όνομα μιας εφηβείας που επιστρέφει με ένα λεπτό λιγότερο.
Οι μύες της χαλάρωσαν και οι σύνδεσμοι στο λαιμό εξασθένισαν έτσι που το κεφάλι της έγειρε απότομα και ανάλαφρα μπροστά, με το μέτωπο να δείχνει το πάτωμα του συρμού. Η χλωμάδα στο πρόσωπό της κινούσε τους πάντες ανεξέλεγκτα. Αλλά έτσι που το ένα βλέφαρο είχε αγκαλιάσει το άλλο, οι πάντες έμοιαζαν, χωρίς να μοιάζουν, με θολές σκιές κάποιου πράγματος σε κατάσταση πανικού.
Το μόνο βέβαιο είναι ότι την παρούσα στιγμή ούτε ήθελε ούτε μπορούσε να είναι διαθέσιμη σε κανέναν τους. Οι τσιρίδες της μητέρας της, που φωνασκούσε το όνομά της, Αλίκη έλεγε, και ξανά και ξανά, δεν έφταναν στα αυτιά της, και αν έφταναν ήταν ήχοι ακαθόριστοι, κενοί από σημασία. Σίγουρα δεν την ενδιέφερε αυτή τη στιγμή καθόλου η μητέρα της, και καμία από τις μητέρες του κόσμου, που θεωρώντας εαυτούς προστατευτικές ασπίδες καταντούν τα πιο αιχμηρά δόρατα, διατρυπώντας τα άκρα σε βαθμό παράλυσης.
Μα δεν ήταν μόνο αυτό. Πως θα μπορούσε να είναι μόνο αυτό; Όλος ο συρμός είχε μπει κιόλας στο νέο ένδυμά του. Με τα πέλματα καρφωμένα, είχαν στρίψει το κεφάλι, έτσι που τα μάτια τους έδειχναν την αποκαμωμένα ακίνητη σιλουέτα της. Μπορούσες ήδη να διακρίνεις στο βλέμμα την περιέργεια κάποιων. Τόσο που ήσουν βέβαιος ότι το τρόπον τινά μυαλό τους, είχε γίνει τώρα κομπιουτεράκι που υπολόγιζε τα ναρκωτικά και τις δόσεις που είχε καταναλώσει η Αλίκη την προηγούμενη μέρα. Παραπέρα μπορούσες να δεις καθάρια αυτόν τον αξιολύπητο οίκτο, αυτή την αίρεση του πνεύματος, όπου κλαψιάρικα χαρακτηριστικά κολλάνε στα μελίγγια και τα ζυγωματικά. Αυτή την αξιοθρήνητη κατάσταση, όπου τα όντα διακυβεύουν τη λύπη τους, τόσο που στο τέλος πιστεύουν σε αυτή μόνο και μόνο για να αποδώσουν στον εαυτό τους τα απαραίτητα σταθεροποιητικά δεκανίκια και να εκτονώσουν τις πολύ πιο περίπλοκες ενοχές της ύπαρξης τους. Μα η Αλίκη ήταν ξένη προς όλα αυτά τώρα. Η χυδαιότητα τους, στην οποία άθελα πρωταγωνιστούσε, δεν την άγγιζε καθόλου. Δεν είχε καμία διάθεση να εγκαταλείψει τη θέση της, καμία διάθεση να αφεθεί στον παροξυσμό αυτών των τυχαίων.
Για να είμαι ειλικρινής, υπήρχαν και άλλοι τύποι μέσα σε αυτό το καθημερινό δρομολόγιο. Ελαφρώς ή βαρέως, δε ξέρω, πιο δραστήριοι. Θορυβώδη όντα που έσπευσαν να κάνουν αέρα. Αέρα τέτοιο που ανέμιζε τα καστανά μαλλιά της. Άλλοι, ήδη κρατούσαν τις πόρτες της αμαξοστοιχίας, και άλλοι μετέφεραν αγκαλιάζοντας, με όλη την αναπόφευκτη σωματική επαφή, το σώμα της Αλίκης προς την επικείμενη αποβάθρα. Εδώ που τα λέμε, για να είμαι ειλικρινής και το ίδιο δίκαιος με όλους, η Αλίκη, τόσο όμορφη που ήταν, με τα λεία εφηβικά πόδια και το λακκάκι στον ασάλευτο λαιμό, θα μπορούσε να φαντάζει ως κάποιο είδος τροπαίου στους σεξουαλικά υποσιτισμένους και καυλωμένους εγκεφάλους όλων αυτών των αρσενικών.
Όταν άνοιξε τα μάτια της, ήταν ξαπλωμένη φαρδιά πλατιά στα λιγδιασμένα πλακάκια της αποβάθρας κάποιου αδιευκρίνιστου σταθμού. Καινούρια και άλλα τυχαία δίποδα είχαν συνωστιστεί από πάνω της, καρφώνοντας το βλέμμα τους με μια ξεδιάντροπη αδιακρισία. Μια εικόνα άξια λιποθυμίας, σίγουρα. Προς μεγάλη μου έκπληξη, η Αλίκη έχοντας πλήρεις τις αισθήσεις, έμεινε εκεί ασάλευτη. Γαλήνια και ήρεμη. Ένα χαμόγελο έβαφε το τόξο στις άκρες των χειλιών της, και τα μάτια της πετάριζαν από χαρά. Σαν να πανηγύριζε μια προσωπική νίκη. Σίγουρα, πανηγύριζε μια προσωπική νίκη. Πλέον ήξερε, αυτή τη φορά τα κατάφερε. Τους είχε ξεφύγει, έστω και στιγμιαία, τους είχε ξεφύγει…
__________________
Le scaphandre et le papillon (11-11) 
Άφησες την πόρτα ανοιχτή και δεν γνωρίζω να φύγω. Ούτε να μείνω ξέρω. Ούτε και να την κλείσω. Συναισθηματική κατάσταση: σε αναμονή. Εκκρεμεί μια φωτιά κάτω απ’ το απάτητο χιόνι. Υποθέτω, όλα είναι πιο ήσυχα τώρα. Δίχως κλειδί να γυρίζει στην πόρτα. Μπαινοβγαίνουμε χωρίς κρότο. Παίζοντας. Φωνάζοντας. Είδα τη ζωή να διαρκεί στο αναβόσβησμα του βλεφάρου σου.
Είδα έναν άνθρωπο να κοιμάται. Ήσουν εσύ; Περίπου. Μου ζήτησε, μου ζήτησες να μην σε ξυπνήσω. Μερικοί σου δάνεισαν το κρεβάτι τους και νομίζουν θα κοιμάσαι για πάντα. Μερικοί νομίζουν. Μερικοί…
Μεταξύ Ύπνου και ύπνου υπάρχει ένας μακρύς προθάλαμος να διανύσεις. Πονάνε οι τριγμοί στα δόντια σου; Η φωνή που δε βγαίνει πού φτάνει; Εσώρουχο άλλαξες; Τι μέρα είναι; Το μυαλό μου γυρίζει αδιάκοπα. Θυμάσαι τότε που μαζεύαμε σύκα; Μεγάλα αρχοντικά σύκα. Μου έλεγες, μην τα αφήνω να πέφτουν. Αλλοιώνεται η γεύση και νοθεύουν τις αναμνήσεις.
Μέρες σιωπής κυλάνε σε κλίμακα θάλασσας. Μια αργή ασάλευτη θάλασσα. Άραγε, ποια όνειρα σου σφαλίζουν τα μάτια; Εγώ θα σε πάρω από εδώ. Με σκάφανδρο το σώμα μου και ταξίδι τη θάλασσα θα περνάμε τα άχρωμα σύνορα των ανθρώπων με φτερά πεταλούδας. Σε κείνο το ακριβώς αδιόρατο σημείο. Μου είχες πει θα το γράψεις εσύ αυτό το μυθιστόρημα. Θυμάσαι; 
Μεταξύ Ύπνου και ύπνου… Τον διένυσες τον προθάλαμο; Το σώμα σου· είναι αναμμένο ακόμα; Κρατάς ζεστές τις συγκινήσεις; Τρέμω να γείρω το βλέμμα μου μη μου σπάσει η αφή. Τρέμω. Δεν ξέρω τι τρέμω. Μη σε δω να κοιμάσαι σαν τα ξαπλωμένα σύκα του Οκτώβρη. Ξέρεις, εκείνα που πέφτουν μόνα τους όταν εσύ κοιτάς αλλού. Αυτά που σου νοθεύουν τις αναμνήσεις και σου σκεπάζουν τη γη. 
Όχι, όχι έχουμε ένα μυθιστόρημα να γράψουμε. Η πόρτα είναι ανοιχτή ακόμα. Το σκάφανδρο σε αναμονή. Έτοιμη; Πάμε.
__________________
Πρωινή Περίπολος (11-11) 
Δεν ξέρω αν τα μάτια μου χωρέσουν ξανά το πρόσωπό σου. Το σπίτι που έχασα δε μου θυμίζει τίποτα. Μονάχα ένα μέρος που δε μετράει ο χρόνος. Τους έβλεπα να περνάνε ένας-ένας το λόφο και να κινούνε για τη μεγάλη έρημο. Κανείς δε γύρισε για να μου πει πού πάει. Πού πήγε. Μόνο τα βράδια ο άνεμος μυρίζει αγιόκλημα και ματωμένα σώματα. Τι σημασία έχει; Το πρόσωπό σου; Θα χωρέσει ξανά στα μάτια μου;
Εδώ κάνει παγωνιά. Μα δε φυσάει. Χειμώνας δεν είναι. Ούτε που ξέρω τι είναι. Τα δόντια μας τρίζουν κι αφήνουν μισές τις σκέψεις μας. Τα κλειδιά που έχω δε φιλιώνουν με καμία πόρτα. Μένουν απ’ έξω τα παιδικά μου χρόνια. Σέρνονται στο χορτάρι και την άνοιξη, την άνοιξη και το χορτάρι. Και τις μακρινές μου φωνές τις σκορπάει κάποιος απρόσκλητος άνεμος. Κάνει παγωνιά εδώ μέσα, μα δε φυσάει. Κι αν φυσούσε; Θα το ένιωθα;
Από την ίδια ανατολή έρχεται ο ήλιος. Φοράει πάντα ένα κόκκινο δάκρυ και στάζει στη θάλασσα. Μη μου μιλάς με φωνή δύσκαμπτη. Με φωνή αλύγιστη. Δε σ’ ακούω. Δε σ’ ακούω καθόλου. Κι αν σ’ ακούσω; Θα με τυφλώσει η σειρήνα από την πρωινή περίπολο. Το πρόσωπό σου γίνεται σκιές και τα μάτια μου θολώνουν. Το όνομά σου; Το ξέχασα. Και το απόγευμα έχει κιόλας φύγει.
Θα πάμε στη θάλασσα, έλεγες. Έλεγες, πως θα με βγάλεις από την πόλη. Νεκρή ή ζωντανή δεν έχει σημασία. Και ο ορίζοντας ήταν κιόλας γαλάζιος. Θυμάμαι που περπατούσαμε. Και ήχους στην άμμο. Θυμάμαι. Οι παλάμες σου ήταν ανοιγμένες. Σωστά; Δεν έτρεχε αίμα. Σκουριά έτρεχε. Και η θάλασσα γελούσε όταν φτάναμε. Γελούσε βαθιά. Σχεδόν πρόστυχα. Σαν κάποιον που υπάρχει μονάχα στα ημερολόγια του Απρίλη. Έξι χρόνια έχει να φανεί ο Απρίλης. Έξι ολόκληρα χρόνια. Ποιος πιστεύει ακόμα σε θάλασσες;  
Μερικά πρωινά με φυλακίζει ο χρόνος. Με πλησιάζει ένα πρόσωπο που δε γνωρίζω, και με ρωτάει από πού έρχομαι. Λες και έφτασα κάπου. Άραγε θα σε ξαναδώ ποτέ; Κι αν ναι; Θα σε αναγνωρίσω; Το σπίτι μου κάηκε. Δες τι απέμεινε: μυρωδιά από αγιόκλημα και ανάσες ξυπόλυτες πάνω στο λόφο.
_____________
Paris, Texas (12-11) 
Περπατούσα για ώρες, μέρες, χρόνια. Δεν ξέρω. Ήθελα να καθαρίσω το μυαλό μου από τις ανθρώπινες μορφές, τους ανθρώπινους ήχους. Βρέθηκα στη πιο βαθιά ερημιά. Κι ύστερα συνέχισα να περπατάω. Για ώρες, χρόνια. Δεν ξέρω. Έπρεπε να καθαρίσω τη ψυχή μου.
Θα ήθελα να μιλώ αποκλειστικά με κραυγές. Με ήχους παραμορφωμένους. Σαν αυτούς που δεν ακούς. Μια χορδή που σπάει, μια κιθάρα που σπάει, μιας ζωή που σπάει. Έσπασες τη φωνή σου; Θα ήθελα να διαρκώ όσο η φλόγα ενός ζώου που ερωτεύεται. Θα ήθελα: ο λάθος δρόμος.
Τα βράδια η θερμοκρασία χάνει κάτι από το ανάστημά της. Ένα ποτήρι αλκοόλ σε κρατάει ελαφρώς αναμμένο. Μα εδώ αλκοόλ δεν υπάρχει. Μονάχα δυο αντικριστές ράγες και η επιθυμία μου που κόβει στη μέση. Θα έπρεπε να συνηθίσω να υπάρχω με όλα αυτά. Το τρένο που λείπει. Τα αστέρια που έδιωξα. Εμένα που δεν υπάρχω. Μα είναι νύχτα κι όλα αλλάζουν όνομα. Με το κεφάλι στο βορρά και τα ακροδάχτυλα των ποδιών να σημαδεύουν νότο, αναμφίβολα, εκτρέφεις μια ελπίδα.
Θα προτιμούσα να μην είχε γεννηθεί ο γιος μου. Θα προτιμούσα να είμαι έμβρυο δίχως ανάπτυξη. Να είμαι Τίποτα, χωρίς να ξέρω τι σημαίνει. Θα προτιμούσα να μην υπάρχουν φωνές, να μην υπάρχει τρένο, να μην υπάρχουν αστέρια. Να κοιτώ τον παγωμένο καθρέφτη και το φεγγάρι να λείπει. Να μη με κοιτά με μάτια βαριά η προδομένη καρδιά μου. Θα προτιμούσα.
Είχα χρόνια να σε ακούσω. Να θυμηθώ με τι μοιάζεις. Κρύφτηκα στη νύχτα και η μέρα δε περνάει. Απλά δε περνάει. Όταν με άγγιξες, ξεμαθημένος πια, νόμιζα πως με φιλά ο θάνατος. Ήταν κάτι χειρότερο: Εσύ. Εγώ.
Παρίσι, Τέξας. Και πάλι πίσω. Γιατί;
______________
En la ciudad de sylvia (12-11)
Ζω στα απύθμενα βάθη μιας μνήμης που δε μου ανήκει. Θα ήθελα ο ανεμιστήρας να ντυθεί με λεπίδες και να διακόψει τη σκέψη μου· τη μοναξιά μου. Τα παραθυρόφυλλα, όμως, είναι αδύναμα. Το φως μπαίνει. Μπαίνει ασυγκράτητα η θύμησή σου. Σ’ αυτή την πόλη υπήρξαμε ποτέ μαζί; Που είσαι; Ποια είσαι; Πως είσαι;
Πρόσωπα, σιλουέτες, μάτια, γυμνά κορμιά, μαλλιά από γρανίτη. Όλα μου τα έργα είναι ζωγραφιές δίχως πρόσωπο. Το πρόσωπό σου. Δεν ξέρω αν είσαι παντού επειδή μου λείπεις ή λείπεις επειδή είσαι παντού. Τα μάτια μου είναι τα χείλη μου που λένε το όνομά σου. Η επιθυμία μου να σε δω γέμισε την πόλη με σωσίες σου. Όσο τείνω να σε αγγίξω η μουσική απομακρύνεται.
Πού είσαι; Ποια είσαι; Πώς είσαι; Είσαι εδώ; Το εδώ μου φέρνει πόνο. Ένας καθρέφτης βλέπει ό,τι κοιτάει. Εγώ κοιτάζω ό,τι ποθώ. Έγινε η πόλη μου Εσύ και η πολλαπλή σου αντανάκλαση. Το νιώθω. Είμαστε πιο κοντά τώρα. Ακούω την ανάσα σου στο σφυγμό του αέρα κι αφήνω απαλά τις προσδοκίες μου να διαλύονται. 
Η νοσταλγία μου να σε δω κατέστρεψε την όρασή μου. Οι γυμνοί σου ώμοι πήγαν ταξίδι και φωλιάσαν στις αποσκευές. Ίσως να μη σε βρω σε κανένα από τα πρόσωπα που φαντάζομαι. Ίσως επειδή είσαι όλα αυτά τα πρόσωπα μαζί. Το εδώ που κουβαλώ τείνει στο άπειρο. Το εδώ που κουβαλώ είμαι εγώ που στοίχειωσες με την ανάγκη να σε ερωτευτώ.
Η αναμεταξύ μας απόσταση θα καταλήγει πάντα σε εμένα. Μου αρκεί που εισβάλλει ακόμα απ’ τις χαραμάδες ξημέρωμα. Αρκεί που στο παλιό καφέ, απέναντί σου, η θέση είναι ακόμα αναμμένη. Μου αρκούν τα δρομάκια που αφήνουν οι πυρόξανθες ανταύγειες στο λόφο. Μου αρκεί αυτή η ζωγραφιά δίχως πρόσωπο. Το πρόσωπό σου. Τα βήματα που ηχούν στα πλακάκια. Το τραμ που περνάει και δε θα σε φέρει. 
Μου αρκεί η φωνή: Σιλβί, οι νύχτες μου μακριά σου, μας φέραν πιο κοντά…
_______________
2046 (1-12)
 Θέση: 2046
Προορισμός: Ο χαμένος χρόνος.
Περνούσα μέσα από τσαλακωμένα σώματα, σα συμπληγάδες χωρίς αφή, αναζητώντας τη θέση μου. Ήταν πιασμένη. Ένα πρόσωπο οικείο μα ξένο, σχεδόν χωρίς πρόσωπο, καθόταν στο κάθισμα αντί για μένα. Ένα ομοίωμά μου που δε μπορώ να αναγνωρίσω. Με μια έκφραση συγκατάβασης, κάθισα ένα τικ πιο δίπλα. Στο 2047. Χαμένος, σαν αφηρημένη αίσθηση, ακόνιζα την πένα μου γράφοντας την ιστορία κάποιου που δε μπορούσα να δω. Όπως όταν κάποιος γράφει μια ιστορία για να ξεχάσει το χρόνο. Όταν σήκωσα το κεφάλι μου, είχαν όλοι βυθιστεί σε ύπνο σα σταματημένο ρολόι. Σα να έμεινα ξύπνιος μέσα στον ύπνο μου για να καταγράψω το όνειρό τους.
Σηκώθηκα διασχίζοντας έναν διάδρομο από πτώματα. Κορμιά άδεια και χαρακτηριστικά ανέκφραστα συμπλήρωναν τη γεωγραφία ενός παρελθόντος που αδυνατούσα να αναγνωρίσω. Αναζητούσα ένα παράθυρο, μια σχισμή ελάχιστη, να αδειάσω από μέσα μου τον πυρετό. Μια φωτιά να απαλύνει τη φλόγα μου, να διαγράψει την ώρα. Μάταια. Κρεμιόμουν απ’ τη σκιά του τελευταίου υπνωτισμένου -όλοι τους σαν εμένα- χωρίς αποσκευές. Που πάει ο χρόνος όταν περνάει;
Η ιστορία μου έλεγε: πως αν κάποιος ήθελε να φύγει έμπαινε μέσα σ’ ένα τραίνο με το κεφάλι γερμένο προς τα πίσω και τα μάτια στην πλάτη. Μέσα σ’ ένα τραίνο χωρίς προορισμό. Σχεδόν χωρίς ανάσα. Σ’ ένα τραίνο που επαναλαμβάνει αδιάκοπα την προβολή του στο χρόνο. Εκεί, όλοι τρέφονται με χαλασμένες μνήμες. Αναζητώντας μια ίαση για το παρελθόν. Όμως κανείς δεν επέστρεψε ποτέ. Ούτε πιο υγιής ούτε πιο τραυματισμένος. Ο χρόνος σε εξορίζει μέσα στο χρόνο σαν απουσία. Σα μυστικό. Φυλακισμένο στις χαραμάδες ενός όρκου που δεν ειπώθηκε και φίλησες στην πλάτη.
Όλες οι μνήμες είναι ίχνη δακρύων. Και τα δάκρυα μου όταν ξεραίνονται παίρνουν την μορφή αυτών που αγάπησα πάνω από ένα σταματημένο ποτάμι. Αντικαθιστώντας την επιθυμία με την προσμονή εγκλωβίζεσαι στο ανέφικτο. Σύντομα το 2046 άδειασε. Αλλά αδυνατούσα να αγκαλιάσω το σχήμα του, την προοπτική του. Δίπλα μου κάθισε ένα βιβλίο που είχα διαβάσει. Μα τώρα οι σελίδες ήταν λευκές και τα μάτια μου λιωμένα και το τραίνο χαμένο. Εγώ όχι εγώ. Σταματημένος. Όλες οι μνήμες είναι ίχνη δακρύων. Μα τα ίχνη μου, σ’ αυτή τη διαδρομή χωρίς διαδρομή, δε βγάζουν νόημα. Γίνονται κύκλος. Γίνονται ίλιγγος. Καταλήγουν στα στεγνωμένα μου μάτια που νομίζω έπεσαν στο κενό.
Αναμφισβήτητα, μπορείς πάντα να γράψεις ένα διαφορετικό τέλος σε μια ιστορία. Όμως από αυτό το τραίνο δε γύρισε κανείς. Το μελάνι δε στάζει κι όλοι, σαν ξεχασμένα αγάλματα, κοιμούνται χωρίς ανταπόκριση τις επιθυμίες μου. Αναμφισβήτητα, μπορείς πάντα να γράψεις ένα διαφορετικό τέλος, αρκεί να έχεις ένα παρόν να παίξεις. Δεν ωφελεί να γνωρίσεις τον κατάλληλο άνθρωπο πολύ νωρίς, πολύ αργά. Η αγάπη είναι θέμα συγχρονισμού.
_____________
Υπόσχεση (2-12) 
Βγαίνω κενός από επιθυμίες στους δρόμους. Σαν από υποχρέωση. Ανάσες ξεψυχισμένες  εδώ κι εκεί χωρίς καμιά αιτία και πλεονάζουσα σιωπή. Φοράω το καπέλο το στρογγυλό. Ρίχνει σκιά στα μάτια, σκιά στα χείλη. Σκιά παντού κι αβίωτος. Θυμάσαι;  Ακολουθώ τα κουρασμένα μου βήματα. Ήχος από πέλματα φτάνει μέχρι την ακοή μου. Σαν ξεραμένες ρίζες, σαν απορία άσπαστη. Να ‘χει ευστάθεια το πάτωμα. Να μη σπάσει η ζωή. Η ζωή; Είμαι υπότροπος και τη ζωή την έχω χάσει. Ούτε την υπόσχεσή σου θυμάμαι. Μα πρέπει να υπάρχει υπόσχεση. Ειδάλλως τι δουλειά έχω εδώ;

Ανασηκώνω λίγο το κεφάλι. Στρίβω το βλέμμα μου δεξιά κι αριστερά, διακριτικά κι ανεπαίσθητα. Παντού ο ίδιος, είμαι πάντα ο ίδιος, με ίδιο τον τρόπο να μην υπάρχω. Σκιάχτρο από μένα για μένα με στοιχειώνει. Χτενίζω άσκοπα τις βιτρίνες που συνήθιζες να ξεχνιέσαι. Σώματα αποκεφαλισμένα εκτίθενται στον ανάπηρο λόγο μου. Κι ύστερα βήματα το ένα πίσω απ’ το άλλο. Ακαριαία βρίσκομαι στο δρόμο. Ποιον δρόμο; Έστω δρόμος Χ. Δρόμος άγνωστος. Από εδώ πέρασαν δρόμοι. Σκυφτός και βουβός, συνεχίζω ακατάστατα την πορεία μου, χωρίς κανένα λόγο, σημαδεύοντας τη διαχωριστική γραμμή στην άσφαλτο. Σφίγγω το τελευταίο κουμπί στην ξεθωριασμένη καμπαρντίνα κι ανασηκώνω τους ώμους ως τα σφραγισμένα μου χείλη.

Περπατάω για ώρες, τόσες ώρες που ξεχνάω ποιος είμαι. Ανώνυμος σε πλήθη με όνομα σαν το δικό μου. Στα σιντριβάνια στέκομαι λίγο. Σφουγγίζω τα χέρια μου και τα στύβω στο πρόσωπο. Ύστερα, οι αναθεματισμένοι 37 βαθμοί. Πάντα 37 βαθμοί κελσίου. Ανυπόφορο να τους ανέχεσαι. Να σε ανέχεσαι. Να με ανέχεσαι. Κοιτάω στο βυθό ψάχνοντας για παρατημένες ευχές. Όποια κι αν σηκώσεις έχει ένα όνομα σαν το δικό μου: δε μου λέει τίποτα. Κι έπειτα, χάνομαι ξανά στο ανώνυμο πλήθος, σαν τα ρολόγια να μην είχαν παύση, σα να μην είχαν σταματήσει ποτέ.

Παίρνω το δρόμο του γυρισμού. Στ' αλήθεια, δεν έχω που να γυρίσω. Κι έτσι το έλα διαρκεί σα ρυτίδα στο πρόσωπο μακρύτερη από κάθε πηγαιμό. Δε σου θυμώνω που με ξέχασες. Άλλωστε είπαμε, δεν υπήρξαμε ποτέ. Σάμπως χρησιμοποίησα ποτέ το ανάστημα μου για να μετρήσω πόσο απέχει η μέρα από τη νύχτα;  Ή εσύ από εμένα; Σάμπως ο ήλιος μου χρύσισε ποτέ το πρόσωπο;
Περπατώντας βουβός και ξέπνοος συνεχίζω εκείνο που άρχισα. Δίχως κανένα λόγο. Μια ξεχασμένη υποχρέωση που αναμένει να κλείσεις τα μάτια. Να κλείσω τα μάτια. Τη μελωδία μιας υπόσχεσης που σπάει. Ένα τελευταίο πέρασμα. Τέλος που έρχεται με τον τελευταίο διαβάτη.
_____________________
Hiroshima mon Amour (3-12)
Την έζησα κι εγώ τη Χιροσίμα μου, σου λέω. Την έζησα βαθιά και τίποτα δεν είναι όπως πριν. Καμένη γη το κορμί μου. Άγγιξέ με. Φοβάσαι; Και το φιλί μου είναι πυρίτιο σε μαραμένη νιότη. Την έζησα κι εγώ τη Χιροσίμα μου, σου λέω. Τι σημασία έχει αν είχε άλλο όνομα; Αντέχεις να κοιτάξεις τα βομβαρδισμένα μου μάτια; Χρεώθηκα όλη τη μνήμη του έρωτα κι ένα παρόν που λιμοκτονεί και σέρνεται σαν ανάπηρος πολέμου.
Εγώ είμαι η Χιροσίμα. Πάψε να κοιτάς αλλού. Κοίτα τα παιδιά με τα κομμένα χέρια. Τα παραμορφωμένα πρόσωπα. Τα φαγωμένα πρόσωπα. Σε τρομάζει η απώλεια προοπτικής. Το ξέρω. Σα να ευθύνονται δικά σου χέρια. Πάψε να κοιτάς αλλού. Η Χιροσίμα είμαι εγώ. Λίγο αλκοόλ παραπάνω δεν επισπεύδει τη νύχτα. Καμία νύχτα δεν αντέχεται χωρίς φεγγάρι. Κι εδώ το φεγγάρι πυρπολήθηκε κι αυτό, το ξέρεις.
Πάψε! Σου λέω την έζησα κι εγώ τη Χιροσίμα. Την αγκάλιασα. Κυλάει μες στις φλέβες μου η τρέλα της. Τα ουρλιαχτά τη νύχτα. Η προσμονή του τίποτα σ’ ένα κελί δίχως όνομα. Ο αιώνιος ποταμός του θανάτου που δε βρίσκει θάλασσα να αναπαυθεί. Την έζησα κι εγώ τη Χιροσίμα μου. Δεν υπάρχει πριν. Το πριν είναι και τώρα και μετά και κάθε μετά σε καταδίκη απουσίας μέλλοντος. Χρεώθηκα όλη τη μνήμη του έρωτα.
Εγώ είμαι η Χιροσίμα. Σταμάτα να με αποφεύγεις. Είμαι εδώ και θα υποφέρω για πάντα την απώλεια προοπτικής. Εσύ αύριο θα είσαι κιόλας κάπου αλλού. Σταμάτα να σηκώνεις ομίχλη με τα πόδια σου. Ο ποταμός πάει πάντα δυτικά, μα ο θάνατος μένει ίδιος. Η Χιροσίμα είμαι εγώ. Καμία Χιροσίμα δε συγκρίνεται μαζί μου. Σταμάτα να με αποφεύγεις. Άσε με να δω το γέλιο σου. Την καθαρή επιδερμίδα του προσώπου σου. Άσε με να μεθύσω κοιτάζοντας κάποια ξένη. Κάποια που δεν πέθανε ακόμα. 
Είμαι νεκρή και είσαι νεκρός μακριά απ’ τη Χιροσίμα. Η ύπαρξή μας είναι η καταστροφή μας. Δεν υπάρχει Χιροσίμα που δε βιώνεται. Κοίτα τα μάτια μου. Κοίτα. Σου μοιάζουν. Σου μοιάζω. Χιροσίμα είναι η ανικανότητα να αγαπήσεις και να αγαπηθείς. Δε ζήσαμε ποτέ τόσο μόνοι.
_________________
Mat i syn (4-12) 
 Όλα τα σώματα είναι κορμιά δέντρων που γέρνουν προς τον θάνατο.
Κοιτάς το ξεραμένο μου είναι με κάποια απογοήτευση. Ξέρω, θα αναρωτιέσαι αν είμαι πιο ζωντανή από τις λιγνές φιγούρες στις ελαιογραφίες του Vermeer ή του Caspar David Friedrich. Εμείς υπήρξαμε από πάντα. Πληγωμένοι καμβάδες, κομματιασμένες σάρκες να στεγάσουμε τ’ αθάνατο όνειρο. Το μέλλον μου σβήνει σα φτηνή λαδομπογιά κι εξατμίζομαι μαζί του. Με κοιτάς. Με κοιτάς, το βλέπω. Με κοιτάς κι ο ουρανός απλώνει κι έρχονται δειλά οι μουσικές απ’ το μεγάλο πάρκο. Ο κήπος ανθίζει. Στα ρούχα σου μυρίζω τα όνειρα του Φλεβάρη.
Ζυγώνει κάθε μέρα πιο κοντά. Ακούω τα φύλλα των δέντρων που λικνίζονται σαν μια συνομωσία εις βάρος μου. Τα βήματα χωρίς βήματα σε προφταίνουν στον χωμάτινο δρόμο. Έρχεται πάντα πρώτος. Δεν φοβάμαι. Εσένα λυπάμαι λίγο! Λυπάμαι τη νιότη σου, λυπάμαι το φέγγος σου που δεν ξέρουν να υπάρξουν. Εκείνος έρχεται κι έρχεται. Μου σκεπάζει τις αναμνήσεις και καίει τις μέρες που καίω. Αριθμητής καλός. Τον κοιτώ μα δε μπορώ να τον αντικρύσω. Τα μάτια του είναι δυο τρύπες βαθιές που έπεσε ένα παιδί και κλαίει. Κι αυτός καίει και καίει. Δεν ξέρω τι μ’ απέμεινε κάτω από τόση στάχτη. Η ανάσα μου χάνει κάτι από το ρυθμό της.
Την τελευταία σταγόνα ζωής την ένιωσα πριν χρόνια. Ακόμα μου δροσίζει τις φλέβες η ανάμνησή σου. Πότισα με αυτή το κορμί σου! Και ξέρω μας συντροφεύει ο ίδιος πόνος. Η αγκαλιά μου είναι το καλούπι που θα επιστρέφει την ψυχή σου στο πάντα. Πάντα. Μα δεν ξέρω πια να ανοίξω τα ασθενικά μου χέρια. Όλα συμβαίνουν σαν ένα κλαδί που σπάει. Για ανταπόδοση με πλήρωσες τον αξεδίψαστο έρωτα του να σε λατρεύω. Να σε λατρεύω πίνοντας κρασί με φύλλα δυόσμου. Δεν έμεινε τίποτα πια εδώ. Κοιμάμαι τη ζωή και στ’ αντρικά σου χέρια παρελαύνω τ’ όνειρο.  
Τα βράδια που λείπεις, και είναι πάντα βράδυ όταν λείπεις, έρχεται κείνο το μυστήριο τέρας, εκείνο που δεν με τρομάζει πια, και με την καυτή του ανάσα μου ξεραίνει το λαιμό σα να καταπίνω γυαλιά. Μοιάζετε πολύ εσείς οι δύο. Μα πάντα έρχεται πρώτος. Εγώ μένω εδώ ζαρωμένη κι ανήμπορη. Κι ούτε ένα ρούχο δεν μένει να μου σκεπάσει το γήρας. Την αδυναμία της προθυμίας μου να υπάρξω. 
Θα ανταμώσουμε εκεί που συμφωνήσαμε. Πιο νέοι και πιο άπειροι. Πιο εμείς. Σαν ήχος στο καλούπι μιας υπόσχεσης που σπάει. Κορμιά χωρίς κορμιά. Ρυτίδες δίχως πρόσωπα. Θα ανταμώσουμε κάτω απ’ το αιώνιο φως του να σε λατρεύω.
Η Μητέρα σου.
_______________
Mouchette (5-12)

Ξεχάστηκα μονάχη στο δάσος. Πέρασε ώρα χωρίς κανείς να με αναζητήσει. Σκοτείνιασε κι είναι αυτό που επιθυμούσα. Μόνο μονάχη μπορείς να αισθανθείς ολόκληρη κάπου-κάπου. Να νιώσεις τον πόνο της ύπαρξης να γδέρνει και την τελευταία εσοχή του κορμιού σου. Τα σωθικά σου να λιώνουν τη θερμοκρασία που δε τολμάς να αγγίξεις. Μια συμφωνία από ήχους και κινήσεις χωρίς μουσική. Μια συμφωνία από παραλυμένα άκρα, ακρωτηριασμένες προθέσεις και μουδιασμένες προσδοκίες. Μα ξημερώνει γρήγορα στο δάσος. Έρχονται χάραμα οι κυνηγοί. Για τα θηράματα, για σένα, για μένα. Πρέπει να προλάβω τον ήλιο. Δε θ’ αφήσω κανέναν να μου υπενθυμίσει την καταγωγή.
Έχει μέρες να βρέξει. Κι όμως το χώμα είναι υγρό. Υγρό από εκατομμύρια δάκρυα. Από εκατομμύρια ψυχές που αλέστηκαν στον τόρνο της κανονικότητας. Περπατώ ακροβατώντας το κενό και τα εφηβικά μου πέλματα εκτοξεύουν λάσπες. Λάσπες σε σένα, σε κείνον, στον άλλο. Σύντομα καταλαμβάνω μια λεπρή θέση στην εκτίμησή σας. Εξόριστη. Το απολαμβάνω. Πονάω. Απορώ. Αν αλέσω τα κόκαλά σας, θα τα αναγνωρίσετε;
Κάθε φορά που συναντάω κάποιον μου θυμίζει τον κόσμο στον οποίο δε θέλω να συμμετέχω. Θα μπορούσα να δοθώ στον έναν, σε κείνον, στον άλλο, στην κάθε στιγμή. Αρκεί να μοιραζόμαστε την ίδια ελεύθερη ψυχή: καμία απαίτηση απ’ το χρόνο, καμία απαίτηση απ’ το χώρο, καμία απαίτηση από εμάς, καμία απαίτηση από τους άλλους. Όμως ο φόβος σας προσθέτει τόσα και τόσα. Σας κάνει αγνώριστους. Μένετε στριμωγμένοι στα ξύλινα κουτιά σας. Εγώ, συνεχίζω να περπατάω σηκώνοντας λάσπες και ψιθυρίζω: υπάρχω και δε μπορώ να κάνω τίποτα άλλο για αυτό.
Είναι η τέταρτη Άνοιξη που η μάνα μου κείται τον πυρετό. Φοβάμαι μη μου χρεώσουν το παρελθόν της. Παιδιά, σπιτικά, συζύγους. Δεν έχω καμία σχέση με αυτά. Δεν είχα. Και προφανώς δε θέλω να αποκτήσω. Ξεχάστηκα πάλι στο δάσος και κανείς δε με αναζητεί. Κοιτάζω τον ποταμό. Ο ποταμός με κοιτάζει. [Όταν αντιστρέφεις τα λόγια η βαρύτητα χάνεται και μπορείς να παρατηρείς τα φαινόμενα στην αληθινή τους διάσταση, με την ακρίβεια του εξωπραγματικού.] Θα μείνω εκεί στο βυθό του τίποτα. Να σας χαϊδεύω το βλέμμα  καθώς θα σας κοιτάζει ο ουρανός.
_______________
A torinoi lo (6-12)
Έχει μέρες να σκοτεινιάσει. Έχει μέρες να ξημερώσει. Δυσκολεύομαι τόσο να ορίσω τις δύο διακριτές στιγμές που ορίζουν το πέρας και την αρχή του κυκλικού χρόνου. Του ψεύτικου χρόνου για τον οποίο πειστήκαμε. Εδώ ζούμε μονάχα το παρατεταμένο στάδιο αναμονής του θανάτου μας, όντας ήδη νεκροί. Η καθημερινή ιεραρχία των επαναλαμβανόμενων χειρονομιών εντείνει αυτή την τυφλότητα και συντηρεί την ψευδαίσθηση της ύπαρξής μας. Ο πόνος που πονέσαμε χθες, ο πόνος που θα πονέσουμε αύριο μάς καθιστά περισσότερο ανθρώπινους. Μα δεν υπάρχει πόνος. Μεταξύ ημών και του πόνου διακρίνω μονάχα μια μεταφυσική απροθυμία να παραδοθούμε σε αυτόν.
Οι ποταμοί σάστισαν σαν σε φωτογραφία. Στην πεδιάδα κανείς δεν περπατά. Ούτε ο ήλιος ζυγώνει. Μένει θαμπό και γκρι το χαμηλό χορτάρι. Ούτε εγώ περπατώ. Κάθομαι εδώ και κάθομαι. Και η θέση του παραθύρου ορίζει τη γωνία του προσώπου μου. Ούτε ένα περαστικό δάκρυ δε μου διακόπτει τη σιωπή. Ούτε ένας λυγμός δεν ανεβαίνει στα χείλη. Τα παράθυρα, κουρασμένα, μένουν ερμητικά κλειστά. Σφραγισμένα τα μάτια. Η ζωή περνάει. Η ζωή δεν περνάει. Ούτως ή άλλως δεν δέθηκε κανείς με τις σκιές των πραγμάτων.
Έξω ο αέρας λυσσομανά. Οι πληγές ανοιχτές και τρέχουν πύον. Ξένες, μόνες. Αδιόρατες. Αυτός ο κόσμος μένει μόνος. Άλλος κόσμος. Αδιάφοροι προσπερνάμε μέσα στην ακινησία μας. Ο αέρας λυσσομανά. Ανεπίδοτοι ψίθυροι σεργιανίζουν το σύμπαν χωρίς αποδέκτη. Ούτε μια σχισμή για να χωρέσει ο πόνος. Η ζωή συμβαίνει σαν μια ασθένεια του δέρματος. Και μένει εκεί. Κι απ’ έξω. Το ά-λογο μέσα μου αρνείται να τραφεί. Αρνείται να ακολουθήσει αυτόν τον γερασμένο κόσμο. Μέσα απ’ τον θάνατό μου, τον βιολογικό μου θάνατο, ζητώ έξωση. Απαιτώ ένα τέλος. Όχι ένα τέλος δίχως τέλος. Μόνο ένα τέλος.
Η ανάμνηση της ζωής διαρκεί περισσότερο απ’ τη ζωή την ίδια. Ο θάνατος του πνεύματος για πάντα. Δε γνωρίζω αν κοιμάμαι ή αν έχω τα μάτια ανοιχτά. Όμως η θάλασσα έχει παγώσει καιρό πια, κι εγώ δεν έχω πού να πάω. Στον κάμπο κανείς δε περπατά. Και η θέση του παραθύρου ορίζει τη γωνία του προσώπου μου. Τα μάτια μου δεν ξέρουν να δουν αυτό που βλέπουν. Το κορμί μου δε ξέρει να ζήσει άλλο από θάνατο. Ακόμα και η κραυγή είναι κάτι για το οποίο είμαι ανίκανος πια.
Στην άρνηση μετριέται ο έρωτας. Ο θάνατος στην αναμονή.
_______________
L' eclisse (7-12) 
 Σκοτεινή η πνοή και πράσινη. Ανεβαίνει στα χείλη μου χωρίς να αλλάζει όψη. Το όνομα του βάλτου. Η σιωπή των ανθρώπων. Χειρονομίες, χειρονομίες, χειρονομίες. Τα παπούτσια που φόρεσα μ’ απομακρύνουν από αυτή που είμαι. Υπάρχουν τόσοι δρόμοι όσα κλειστά παράθυρα. Κάποιος κατέβηκε τη σκάλα και δεν θα την ξανανεβεί. Μεταξύ εμένα και του βλέμματος μου μια ζελατίνη που με πνίγει στο σφυγμό της ανάσας σου. Δε δάκρυσα ακόμα. Όλα κάνουν θόρυβο διεκδικώντας ένα κενό μνήμης.
Κοιτάζω πολύχρωμα μπαλόνια. Πράσινα, κόκκινα, γαλάζια, αστεία. Γυαλιστερές μάζες που συμπιέζουν τον ορίζοντα. Ένα καράβι παιδικότητα γυμνό και μόνο. Ανεβαίνει ψηλά. Ψηλά, ψηλά η μοναξιά. Κι έπειτα κάποιος την ξαπλώνει στην άσφαλτο με μια μακρύκανη καραμπίνα. Δεν έχει θόρυβο ο θάνατος. Απλά συμβαίνει. Με ή χωρίς ουρανό δεν έχει σημασία. Ούτως ή άλλως σερνόμαστε χωρίς φτερά κάτω απ’ τις καλαμιές. Κάτω από το έδαφος. Ξέρεις, η απουσία χρώματος με τρομάζει. Μακριές γκρίζες τρίχες κάνουν τον γύρο ενός αρυτίδιαστου προσώπου.
Ακούω τον ανεμιστήρα όλη νύχτα. Σηκώνει μαύρο καπνό και αποξηραμένα θραύσματα σάπιου δέρματος. Το δωμάτιο άδειο. Οι λεωφόροι άδειες. Είναι όλα τόσο άδεια που δε μπορώ να ακούσω την ανάσα σου που με πνίγει. Θέλω να φύγω. Ήμουν παιδί κάποτε. Μα όπου κι αν πάω οι άνθρωποι κάνουν θόρυβο για να ξεχνάνε ποιοι είναι. Στις εφημερίδες διαβάζουμε όλα αυτά που συνέβησαν χωρίς να γίνουν.  Εγκαταλελειμμένο εργοστάσιο η ψυχή μου.  Υπάρχει μια τρέλα χωρίς τρέλα μέσα σε όλη αυτή την κανονικότητα. Φοριέται και σε κουστούμι. Εγώ σε σφίγγω. Σε σφίγγω, σε σφίγγω να δω πότε θα σπάσει αυτό το δύσκαμπτο περίβλημα που φοράς.
Στις γκρίζες διαβάσεις του χρόνου δεν περπατάει κανείς πια. Οι κορμοί των δέντρων βαριοί και μόνοι. Ονειρεύτηκα πως ήμουν μυρμήγκι. Μικρή και ασήμαντη. Έκλειψη του βάρους που μας φορτώσαμε. Μια λιμνούλα μικροσκοπικά δάκρυα. Το θρόισμα της άπνοιας πάνω απ’ τις ξηρές καλαμιές. Η φωτογραφία σου ένα ρυάκι στο σκοτεινό τίποτα. Όπου κοιτάζω είμαστε μόνοι και δεν ξέρω να περάσω το δρόμο. Κοιμήθηκες τη νύχτα; Το ξημέρωμα ήσουν ολόκληρος; Η πορεία του νερού διακόπτεται απ’ τη ζωή. Δε δάκρυσα ακόμα. Παράξενη αρχιτεκτονική ο πόνος. Σπίρτα υγρά. Φώτα σβηστά, φώτα αναμμένα. Στο μεταξύ η βία στο κλειστό παράθυρο. Η βία, η βία, η βία: το σύμπαν σ’ επανάληψη.  Δε δάκρυσα ακόμα. Ξέρεις… καμιά φορά σε σφίγγω γιατί κρυώνω. 
______________
Control (9-12)
Χάνω τον έλεγχο. Χάνεις τον έλεγχο. Χάνει τον έλεγχο.
Ξεκινάς να τρέχεις πίσω από κάτι που δε θυμάσαι πια. Μια σειρά από αλλόκοτα βαγόνια παρελαύνουν μπροστά σου σ’ έναν ιλιγγιώδη ρυθμό και είναι αδύνατο να φτάσεις εκεί. Στο μεταξύ τρέχεις, τρέχεις και τρέχεις. Περνάς από μέρη χωρίς να περνάς. Συναντάς ανθρώπους χωρίς να τους συναντήσεις. Ούτε τώρα, ούτε ποτέ. Ούτε μια μικρή επιφάνεια για να ξαπλώσεις το χρόνο.
Συνεχίζεις να τρέχεις. Ευθυτενής και αλαχάνιαστος. Έχεις επιβάλλει, νομίζεις, το ρυθμό σου στο σφυγμό του σύμπαντος. Είναι για αυτό που διακρίνεις κι άλλους να σ’ ακολουθούν, λες. Τρέχετε όλοι ο ένας πίσω απ’ τον άλλον, ίσκιοι κορμιών, μέσα σ’ έναν αδιευκρίνιστο πανικό. Σ’ ένα άγχος χωρίς ομπρέλα. Κοιτάζεις τη φιγούρα του πισινού σου που σε λίγο τρέχει πλάι σου. Τον παρατηρείς για λίγο. Τα μάτια σου ισορροπούν στην ευθεία του προσώπου του. Και λες, με βοηθάει να ξεπερνάω τον πόνο.
Στο μεταξύ τρέχεις και τρέχεις. Ευθυτενής και αλαχάνιαστος. Μερικοί απ’ τους πισινούς σου χάνουν το βήμα τους κι αρπάζονται από την πλάτη σου. Δεν πειράζει, προσποιείσαι. Δεν θυμάσαι κανένα δέντρο να παραπονέθηκε επειδή ένα σπουργίτι διάλεξε τα κλαδιά του για να περάσει τη μέρα. Όμως η δική σου ιστορία δεν μοιάζει καθόλου με του σπουργιτιού και του πλάτανου. Το ξέρεις.
Συνεχίζεις να τρέχεις πίσω από αυτό που ξεκίνησες και δε θυμάσαι πια. Στο μεταξύ ροκανίζεις με τα δόντια τα μέλη εκείνων που κρεμιούνται από πάνω σου. Με βοηθάνε να ξεπερνάω τον πόνο, ψιθυρίζεις με μια βουβή ενοχή. Και τρέχεις και τρέχεις και στο μεταξύ περνάνε στη σειρά κι αλαχάνιαστες οι μέρες που δεν θα ζήσεις. Που δεν έζησες. Οι τόποι που περνάς χωρίς να περάσεις. Όλα τους άνθρωποι δίχως πρόσωπο.
Συνεχίζεις να τρέχεις. Όχι τόσο ευθυτενής. Όχι τόσο αλαχάνιαστος. Κοιτάς μετά βίας πίσω σου. Κι έχουν πληθύνει αυτοί που σε βοηθούν να ξεπερνάς τον πόνο. Δε θες να τους προδώσεις. Νιώθεις το βάρος τους. Σ’ ακολουθούν, ευθυτενείς και αλαχάνιαστοι, νομίζουν, έχουν επιβάλλει το ρυθμό τους στο σφυγμό του σύμπαντος. Συνεχίζεις πια χωρίς να το αισθάνεσαι. Μια αμαξοστοιχία συρμών στον ίδιο ρυθμό, στην ίδια απόσταση, στην ίδια μοναξιά. Έρημος σ’ όλα αυτά τα ανέγγιχτα που περνάνε. Και λίγο πριν σε διαμελίσει ο σφυγμός του σύμπαντος, δε προλαβαίνεις να σκεφτείς μεγαλύτερη καταστροφή από εκείνη που σου προκάλεσαν όσοι σε βοηθούν να ξεπερνάς τον πόνο…
Χάνω τον έλεγχο. Χάνεις τον έλεγχο. Χάνει τον έλεγχο.
_________________
Antichrist (10-12)

Ο ύπνος μου δεν ταιριάζει σε κανένα κρεβάτι. Τα ρούχα μοιάζουν τόσο ξένα πάνω μου. Οι αστερισμοί της φύσης πλανιούνται στα μάτια μου. Κάποιος βρέχει τα χέρια του στην κρύα πηγή. Και το σβέρκο μου κρυστάλλωσε. Θα ήθελα να ξεριζώσω τους καμένους κορμούς. Τις κιτρινισμένες ρυτίδες από την πράσινη παραλία. Τον ορίζοντα απ’ τον ορίζοντα που διεκδικεί μία πιο σύντομη εκδοχή. Ποτέ δεν κατάλαβα πως αφαιρούνε τόσα υγρά απ’ τον πόνο. Κι όμως, εδώ,  όλα πονάνε. Όλα περνάνε απ’ την διακριτή γραμμή του δέρματος στη σκοτεινή μεριά του σύμπαντος που με διέπει. Τα χέρια μου είναι ρίζες χωμένες στα πλευρά μου. Ξεριζώνοντας τα χρωματιστά ομοιώματα που θα έπρεπε να μοιάζουν με εμένα κι εσένα.
Είμαστε χαμένοι όταν είμαστε στο δρόμο. Όταν αγαπάμε είμαστε εμείς. Πορφυρές φωτιές χωρίς σφυγμό. Χωρίς φόβο. Χωρίς την έννοια του ορίου. Χωρίς δισταγμούς για το επόμενο βήμα. Είμαστε χαμένοι όταν είμαστε στο δρόμο. Δρόμος δεν υπήρχε. Δρόμοι είναι όσα επινοήσαμε, επινοώντας τη θέση μας στον κόσμο. Αιωρούμαι μεταξύ του πρώτου και του δεύτερου επιπέδου σιωπής. Ξαπλώνω στο άγριο χορτάρι. Τα μάτια μου σβήνουν απαλά τη νευρικότητα της ύπαρξης. Κανείς δε μιλάει τη γλώσσα μου. Σβήνουν μία-μία οι στιγμές. Και μένω εδώ. Εδώ, μακριά απ’ τη συγχώνευση των άστρων.
Βγάζω απ’ την χτυπημένη μήτρα μου δεκάδες αποξηραμένα βελανίδια και τα εκτοξεύω με μια σφεντόνα δάκρυα. Ούτε που νιώθεις την πρόσκρουση. Αυτή την σκοτεινή θλίψη του πρωινού. Ο άνεμος σείει τον πόνο που αφαιρέσατε απ’ τη ζωή, πάνω στα φυλλώματα των δέντρων, κι αυτός επιστρέφει σαν απειλή. Εγώ καρφώνω στον τοίχο χιλιάδες προϊστορικές ζωγραφιές για να ξεφύγω από τα τείχη που χτίζεις. Κάνω εμετό τα περιττώματα που μου φύτεψες για να με κάνεις μια άλλη. Ξεγελιέμαι. Ξεγελιέσαι. Ξεγελιόμαστε. Μα η ομίχλη που με κυκλώνει με βοηθάει να κοιτάζω βαθύτερα μέσα μου. 
Κατεστραμμένες απολήξεις των νεύρων. Περνάμε δίχως αίσθηση στον εφιάλτη της Λογικής. Λογική είναι ένα λάθος της Φύσης. Το πρώτο λάθος. Μα έτσι που ζούμε σε μια φύση χωρίς Φύση, όλα είναι πιθανά. Επαίτες ενός Νέου Κόσμου. Αντικαταστήσαμε τα πρόσωπά μας με το σχήμα τους. Και μένουν τόσο λίγα για να χωρέσουν. Τα υπόλοιπα ουρλιάζουν σε μια νύχτα που συνηθίσαμε να μην κοιτάμε. Νιώθω τα βελανίδια στη μήτρα μου να μετατοπίζονται. Η ομίχλη υποχωρεί. Όλα είναι νεκρά κι επιστρέφουν στη Φύση για να εμμείνουν στην αιωνιότητα.
______________
The War Zone (11-12) 

 Κοφτερές οι ανάσες των βράχων. Χαμηλό το ύψος των αστεριών. Αμείλικτη κι αυστηρή η φωνή σου. Θα μπορούσαμε να ‘χαμε μεγαλώσει σ’ ένα πιο ευρύχωρο κλουβί ξέρεις. Με πιο ευκίνητους σπόνδυλους, με μικρότερο κενό και μεγαλύτερη απόσταση ανάμεσά μας. Δε με πληγώνουν τα χείλη σου πια. Τα λυμένα παπούτσια, οι απαιτητικοί καρποί σου. Η υγρασία μου στέγνωσε, όλη, μέσα σ’ ένα σκοτεινό δωμάτιο χωρίς χαραμάδες. Μελανιασμένα δάκρυα σ’ αδιέξοδα πρόσωπα επιστρέφουν στην ανυποχώρητη σιωπή μου. Σ’ ένα δάσος που κυλάει αλμυρό νερό και η θάλασσα φεύγει. 
Πατέρα δε σου θυμώνω. Μητέρα δε σ’ αγαπώ. Θα προτιμούσα να σας ανήκω λιγότερο. Να μη σας ανήκω καθόλου. Να με ξυπνάει το κλάμα του σκύλου. Κι η ευαισθησία μου να τινάζεται σ’ έναν ουρανό χωρίς θερμοκρασία και χωρίς βλάστηση. Να διαρκεί η γαλάζια ώρα. Να διαρκεί. Ανοίγω τα χέρια μου κι ο άνεμος σχίζεται. Θα ήθελα να δραπετεύσω απ’ το μακριά κι από εσένα. Εσένα που έχεις ένα όνομα. Ένα όνομα που μου θυμίζει τόσο το δικό μου. Όχι αυτό που έχω. Αυτό που θα έπρεπε να έχω. Μα εγώ θέλω να διαφύγω απ’ το μακριά κι από εσένα. Θέλω να μείνω για λίγο γυμνός μπροστά στο ακατάκτητο είναι. Σε μια γη ακατοίκητη. 
Οι πληγές σου ξερές και οι κραυγές σου ζεστές. Κι εγώ έχω δυο μάτια που τ’ αναπνέουν όλα. Επανέρχομαι σ’ ένα εδώ χωρίς τόπο κι ενσωματώνομαι μέσα του. Χαμένος απ’ τις μυστικές μουσικές των πρωινών. Χαμένος απ’ τη γαλάζια θάλασσα. Τρώω απ’ τα χέρια σου και η συμπάγεια της οροφής ρυθμίζει το ύψος της ανάσας μου. Σκεπάζω το πρόσωπό μου μη λερωθεί απ’ τη βροχή και την αδιαφανή όψη σου. Πνίγω αυτόν που είμαι μέσα σ’ ανείπωτες κραυγές. Και οδεύω προς την φθορά και την ομοίωση. Σε σφίγγω, με σφίγγω σε μέσα σε μια θανατηφόρα αγκαλιά. 
Σκοτεινή η μήτρα που αφαιρεί τη ζωή. Η αναπαραγωγή είναι μια εμπόλεμη ζώνη. Ριχτήκαμε από νωρίς στα κοφτερά βράχια, την απειλητική τη θάλασσα. Τους απαιτητικούς καρπούς. Αναπτύξαμε άμυνες, βαριές και αυτοσχέδιες, που μας σκλήρυναν. Μας σκλήρυναν. Εμάς τους ίδιους και το φλοιό της γης. Δε σου θυμώνω πια. Μέσα σε τόση δυσκαμψία οι επιλογές ελάχιστες. Δε σου θυμώνω. Δε σ’ αγαπώ. Κι αυτό συνεχίζεται. 
______________
Χαμομήλι (1-13)
Έξω έχει κρύο. Λευκό το χιόνι. Απάτητο. Φυσάει άγριο αέρα απ’ την πλευρά του Σύμπαντος. Βαθύς και συνεχόμενος ο χρόνος. Αδιάκοπος. Αμείλικτος πάνω απ’ τους μελανιασμένους κορμούς των δέντρων. Πάνω απ’ τα ανθρώπινα σώματα. Θέλω να εισπνεύσω την πνοή που δεν έχεις πια. Να την ελευθερώσω στο χώμα. Να σε ελευθερώσω. Μα έξω έχει κρύο. Μένει απάτητο το χιόνι. Κι εκκρεμεί η κοσμική αποχώρηση. Η αναχώρηση για τ’ αλλού. Για τ’ αλλού που ηλπίζαμε. Ο χρόνος συνεχίζει. Εγώ συνεχίζω. Εσύ, σταματημένος εκεί, μου γδέρνεις τα χέρια και το πρόσωπο.
Ο χρόνος κυλάει. Όλα κυλάνε και κατευθύνονται προς το αναπόφευκτο. Δεν είναι ένα απλό παιχνίδι θνητότητας. Ο χρόνος είναι υπεράνθρωπος βλέπεις. Εγώ ουρλιάζω για να αλλάξω την πλευρά του αέρα. Σπρώχνω μια πιθαμή τον ουρανό για να σ’ ακούσω όπως πριν. Θέλω να ελευθερώσω την πνοή σου στο χώμα. Με βαραίνει αυτή η ανάσα που δεν έχεις πια. Ο Μπαλταζάρ κουράστηκε. Θέλει να κοιμηθεί. Να μην κυλήσει άλλο. Κατάπιε την αρρώστια του σύμπαντος. Κι αυτό το λευκό σεντόνι, ο αστερισμός από πάγο και ομίχλη, μοιάζει το τέλειο σπίτι. Εγώ κυλάω και οι πλάτες μου κυρτώνουν με το βάρος σου που δεν αποχωρεί. 
Έτριψα το πάτωμα δυο φορές. Όπως χθες. Και στην κατσαρόλα έβαλα χαμομήλι που σ’ αρέσει. Η κούπα σου γεμάτη. Η κούπα μου άδεια. Με τέτοιες σκέψεις προσπαθώ να αμυνθώ το Χειμώνα. Την παγωνιά που κατέκλυσε την πνοή. Το κορμί σου. Στο πρόσωπο μου σέρνεται η μοναξιά. Βογκεί σιωπηλά. Σε γυροφέρνει. Και οι ουλές μου καλύφθηκαν από κρύο κι αναμονή. Το πάτησα το χιόνι. Αποκλειστήκαμε στ’ αδύνατο. Ο χρόνος κυλάει. Κυλάει, κυλάει. Μα η αγάπη εμμένει στο ασταμάτητο. Τώρα όλα φεύγουν. Όλα απομακρύνονται πια. Λέω να κοιμηθώ.  
______________ 
L' apollonide (4-13) 
Εδώ είναι το σπίτι σου. Εδώ είναι το σπίτι μου. Μέσα δεν έχει χώρο. Μέσα δεν έχει χρόνο. Εδώ θα επαναλαμβάνεσαι μα δε θα αναπαράγεσαι. Εδώ θα επαναλαμβάνεσαι κι αυτή την επανάληψη θα τη λες επιβίωση. Και την επιβίωση θα τη λες υγεία. Η πόρτα είναι κλειστή, μην χτυπάς. Έξω έχει θόρυβο και πόνο. Έξω έχει αρρώστια και άγρια πτηνά. Εδώ όλα είναι ελεγχόμενα. Εδώ είναι το σπίτι σου.
Εδώ είναι το σπίτι μου. Κι εγώ έχω μόνο τις νοσταλγίες μιας ζωής που αγνοώ. Τους ήχους μιας νύχτας καμωμένης από μακρινούς έρωτες και απατηλές μουσικές. Εκλιπαρώ την αγάπη που δε μπορώ να αισθανθώ. Την εκλιπαρώ! Μια μάχη χρειάζεται έναν πόλεμο για να υπάρξει. Κι αν δεν υπάρχει πόλεμος συντρίβεις τον εαυτό σου με φθορά και φθορά και άπνοια. Διαφυγή απ' τη μάχη δεν υπάρχει. Και είχα ως έπαθλο έναν πόλεμο πιο ζωντανό. Έναν πόλεμο δίχως πανοπλίες και χωρίς οχυρά. Έναν πόλεμο με χρόνο μέσα στο χρόνο κι ένα κορμί πιο ευαίσθητο. Απαιτούσα απ' την αγάπη που δε μπορούσα να αισθανθώ μια ζωή άλλη. Απαιτούσα να ξενιτευτώ. Μα είχαν κλείσει οι πύλες στον κήπο των δεξιώσεων. Κι έμενα, ένοικος και θέαμα μαζί, μέσα σε ακριβά ποτήρια για πληρωμένα χείλη. Εγώ, απαιτούσα μια ζωή άλλη που αγνοούσα. Μια ζωή που δε γνώρισα. Μα που όφειλε, δίχως αμφιβολία, να υπάρχει και να είναι καλύτερη, πολύ καλύτερη από αυτή εδώ.
Μες στη λευκή μου επιδερμίδα καταπίνω μια τριχωτή σκιά. Την ποτίζω με το σώμα μου. Κι ανοίγω τα πόδια μου να μπει ο ήλιος. Στο βάθος της σπηλιάς είναι καρφωμένο ένα μεγάλο μαχαίρι. Πάνω του δακρύζω. Πάνω στην κοφτερή του λεπίδα κρατάω αναμμένες τις εκβλαστήσεις κάποιας τρέλας που δε μπορεί να εκδηλωθεί. Τώρα έχω ένα μεγάλο χαμόγελο. Τώρα είμαι εγώ. Απάνω στο τόξο των χειλιών μου διασχίζω την ευτυχία του σύμπαντος. Τώρα έχω ένα όνομα. Και μια φωνή πιο βαθιά απ' το ρηχό μας σπίτι. Τώρα είμαι εγώ. Κι αυτό πονάει λίγο. Πονάει. Εσένα. Εμένα. Το σπίτι μας.
Κοιμάμαι μέσα στο σπίτι μας. Οι αντοχές μου υπερβαίνουν τα όρια του. Γράφω άσχημες λέξεις τους τοίχους. Κι εσύ της διαγράφεις καθώς τις διαβάζεις. Σου μοιάζω λιγότερο. Μα δε μπορείς να με αποχωριστείς. Εδώ είναι όλα ελεγχόμενα. Έξω είναι μια μεθυσμένη ώρα με άγρια πτηνά. Χαμογελαώ. Χαμογελώ μέσα απ' τα απαλά φύλλα μιας αγάπης που αγνοώ. Εσύ τρομάζεις. Κοιμάσαι σε μια μάχη χωρίς πόλεμο. Εγώ ξυπνάω απ' τα δάκρυα του ξημερώματος. Χαμογελώ. Και σπάω ακριβά σερβίτσια.