toutestin

Κείμενα γραμμένα για το διαδικτυακό περιοδικό Toutestin
Στήλες: Post Morten / Abstractum (2012-2013)


Η λογοτεχνία που πληγώναμε
Ann Mansolino

Ανάθεμα κι αν καταλάβαινα τι συνέβαινε με όλους αυτούς τους αυτοαποκαλούμενους ποιητές και πεζογράφους της γενιάς μου. Έλλειψη ταλέντου; Έλλειψη αντίληψης της εποχής; Μαϊντανοί κάθε είδους βαυκαλίζονταν με την επιθυμία να δουν τον εαυτό τους τυπωμένο σε παχύ χαρτί. Έτσι, εμπιστευόντουσαν τα γραπτά τους σε εκδοτικούς οίκους, σε οποιονδήποτε εκδοτικό οίκο, αρκεί ο τελευταίος να ήταν διατεθειμένος να σφραγίσει το μπροσθόφυλλο και το οπισθόφυλλο του ενδεχόμενου βιβλίου με το λογότυπο και την επιγραφή του. Και οι εκδοτικοί οίκοι ήταν διατεθειμένοι να κάνουν τα πάντα, αρκεί να πληρώνονταν για αυτό. Και πληρώνονταν πολύ καλά μάλιστα. Έπειτα τύπωναν καμιά πεντακοσιαριά αντίτυπα, τα διακόσια τα χάριζαν στους συγγραφείς, που τα είχαν πληρώσει διπλά και τετράδιπλα, και οι συγγραφείς με τη σειρά τους τα χάριζαν σε φίλους και σε άλλους επώνυμους-άσχετους, καθώς έτσι είθισται, που κατά κάποιον αυθαίρετο τρόπο θα μπορούσαν να ταΐσουν τη ματαιοδοξία τους. Ο εκδοτικός οίκος συνέχιζε το αλισβερίσι του πολύτιμου βιβλίου. Έστελνε περίπου εκατό αντίτυπα δεξιά και αριστερά για «λόγους προώθησης», και τα υπόλοιπα σκάρτα διακόσια αντίτυπα που απέμεναν, διανέμονταν στα ράφια των βιβλιοπωλείων για να καταλήξουν μετά από λίγο καιρό σε κάποιο πατάρι, κάτω από παχύ στρώμα σκόνης, ανάμεσα σε εκατοντάδες άλλους τίτλους βιβλίων που στριμώχνονταν σε μεγάλες κούτες που έφεραν την επιγραφή «έλλειψη ζήτησης». Λίγο πολύ αυτή είναι η κατάσταση.
Αυτή και ταλέντο είχε και αντίληψη. Και ούτε την ανάγκη να εισχωρήσει τον εαυτό της σε κάποιον τίτλο. Ήθελε όμως με μανία να εκδίδει τα γραπτά της και ήταν διατεθειμένη να καταπιεί όλον τον καρκίνο από τις ωοθήκες της λογοτεχνίας, και να διασχίσει όλο αυτό το βούρκο που απαιτείται να διασχίσει κάποιος που επιθυμεί να εκδώσει το οτιδήποτε. Αρνούταν πεισματικά να δημοσιεύσει σε κάποιο άλλο μέσο. Αρνούταν να διοχετεύσει τα γραπτά της σε κάποιο ιστολόγιο, ή σε κάποιο περιοδικό ή σε οποιονδήποτε άλλο χώρο στο διαδίκτυο. Όχι, αυτή θα εξέδιδε! Όλους αυτούς που είχε αγαπήσει, και δεν ήταν και λίγοι (Πεσσόα, Κορταζάρ, Σελίν, Μπέρνχαρντ, Κέϊν, Τρακλ, Καραπάνου, Ιωάννου και άπειρους άλλους) τους είχε αγαπήσει μέσα απ’ τα βιβλία τους. Μόνο από τα βιβλία τους και από πουθενά αλλού. Αντιθέτως, δεν αγάπησε ποτέ κανέναν μπλόγκερ, ή κανέναν αρθρογράφο του Protagon, του Ποιείν ή του Toutestin. Κανέναν συντάκτη της lifo ή του Κουκουτσιού. Ούτε καν την ερέθιζαν. Κι αν την ερέθιζαν ήταν κάτι παροδικό. Το ερέθισμα έμοιαζε πρόστυχο, φτηνό και ανάρμοστο. Και δεν είχε και άδικο εδώ που τα λέμε, αν αναλογιστεί κανείς όλη αυτή την βία και αγωνία που συναντά κανείς στους παραπάνω χώρους που μάχονται και οδύρονται για να επιπλεύσουν σε μια φαύλα εικονική αναγνωρισιμότητα, για να μην τους καταπιεί ο ορυμαγδός της υπερπληροφόρησης. Όχι. Εκείνη ήθελε να εκδώσει το βιβλίο της. Την συνάρπαζε η ιδέα να αγαπηθεί από αγνώστους. Από αγνώστους, όχι επειδή δεν τους γνώριζε, αλλά επειδή δεν θα τους γνώριζε ποτέ. Η ιδέα ότι θα της αποδιδόταν μια άγνωστη αγάπη. Μια αγάπη για την οποία δεν θα γνώριζε τίποτα. Μια εντελώς παράδοξη αγάπη, τελείως ψεύτικη και τελείως αληθινή.
______________________ 
Εαυτός ως εξορία
Clarence John Laughlin

Θα ήθελα να υπάρξω σαν μέρος της ζωής. Να είμαι μέρος της. Να εμπεριέχομαι σ’ αυτόν τον κόσμο που δεν καταλαβαίνω. Να πάψω να είμαι η ατομικότητα που αποτελώ –ή δεν αποτελώ- για τους άλλους. Να σταματήσω να είμαι η μοναδικότητα μέσα από την οποία (με) αισθάνομαι. Να πάψω να είμαι ο αποσχισμένος εαυτός. Ο εαυτός που έχει αποσπαστεί. Θα ήθελα να υπάρχω σαν μέρος της ζωής. Μέρος του ενιαίου τόπου. Κι αφού δεν είμαι εγώ αυτός που αρνούμαι τη ζωή (αφού επιθυμώ να είμαι μέρος της, όχι με την επιθυμία με την οποία γράφω για αυτήν, αλλά με μια βούληση που με υπερβαίνει) και αφού η ζωή δεν μπορεί να με αρνηθεί (αφού για εκείνη δεν αποτελώ μια εξωτερική ατομικότητα, αλλά μέρος μιας ολότητας από την οποία δε μπορεί να διαφύγει), τότε διαισθάνομαι πως ο διαχωρισμός μου απ’ την ζωή είναι ένα διολίσθημα απ’ το οποίο αδυνατώ να ξεφύγω. Ένα διολίσθημα που δε δύναται να επουλωθεί. Εγώ και η ζωή είμαστε άλλοι. Διαχωρισμένοι. Κι αυτό είναι κάτι το ανεπανόρθωτο. Ίσως γιατί διαισθάνομαι πως ο χώρος και ο χρόνος (μας) έπαψαν να είναι πια το ένα και το αυτό, έπαψαν να είναι ένα ενιαίο πράγμα.
Κι αφού το γεγονός του ότι διαφέρω από εσένα, από εκείνον κι από αυτόν δε με διαφοροποιεί απ’ τον εαυτό μου, τότε το γεγονός του εαυτού μου μετατρέπεται σε εκδίκηση ή τιμωρία. Την τιμωρία του να είμαι εγκλωβισμένος μέσα μου. Μέσα σ’ ένα μέσα που μου απαγορεύει να αγγίζω, να έρχομαι σ’ επαφή με το αδιαίρετο τοπίο της ζωής που μ’ εμπεριέχει. Ο εαυτός είναι η τιμωρία του εαυτού μου. Μια τιμωρία που έχει πάψει να είναι υπαρξιακή. Μια τιμωρία πιο άμεση, σχεδόν αντανακλαστική. Ή μάλλον μια οργανική τιμωρία: κάποιο ελάττωμα των πνευμόνων μου κατά τη διαδικασία πρόληψης της ζωής.
«Όλα όσα έχω κάνει, σκεφτεί, υπάρξει, είναι ένα άθροισμα υποταγών ή ένα ψεύτικο ον που το θεώρησα δικό μου, γιατί ενήργησα με κατεύθυνση από αυτό προς τα έξω, ή ανάλογα με το βάρος των περιστάσεων που υπέθετα πως ήταν ο αέρας που ανέπνεα. Είμαι, αυτή τη στιγμή που βλέπω, ένας άνθρωπος αιφνίδια μόνος του, που ανακαλύπτει πως είναι εξόριστος στο μέρος που υπήρξε πάντα πολίτης», λέει ο Fernando Pessoa, καταδεικνύοντας την αυταπάτη του εαυτού. Του αποσχισμένου εαυτού. Ενός εαυτού αποσχισμένου και παραδομένου στην επινοημένη αυτοτέλεια της μοναδ(χ)ικότητάς του. Γιατί το μέρος στο οποίο πάντα υπήρξα πολίτης είναι ένα μέρος που επινόησα. Είναι το μέρος του εξωτικού εαυτού, που η επινόησή του σήμανε την απομάκρυνση και τον διαχωρισμό απ’ το ενιαίο τοπίο της ζωής. Κάλεσα/δημιούργησα ένα φαντασιακό εγώ που μπήκε ανάμεσα σε μένα και τη ζωή και τώρα είμαι ο αποξενωμένος τόπος. Είμαι ένα εγώ που δεν υπάρχει. Καθώς το εγώ δε μπορεί να νοηθεί ανεξάρτητα απ’ το συνολικό τοπίο της ζωής. Είμαι εγώ ο ξένος που επιθυμεί να είναι μέρος της ζωής.  Έτσι, παγιδευμένος στο ον του εαυτού μου αιωρούμαι ανάμεσα στην αδυναμία μου να υπάρξω, και στην αδυναμία μου να μην υπάρξω. Σε μια κατάσταση που φαντάζει ανέφικτο να περιγραφεί, και ακόμα πιο ανέφικτο να βιωθεί. Είμαι η εξορία μου. Και οι ξεριζωμένες ρίζες μου είναι μια θηλιά που κρέμομαι απ’ αυτή. Κρέμομαι μακριά από τη ζωή.
_______________
Proza©
Kishin Shinoyama

ProZa©
-Πώς σε λένε;
-δε θυμάμαι
-Πώς σε λένε;
-δε θυμάμαι
-Διαβάζεις ποίηση;

Διαβάζεις ποίηση;
-ναι διαβάζω

-Τι διαβάζεις αυτόν τον καιρό;
-καραπάνου κέιν γκέοργκ τρακλ μ’ αρέσει ν’ ακούω ταυτόχρονα preisner ή μax richter ή εκπομπές του τρίτου και στον προβολέα να παίζουν ταινίες του γκοντάρ του καουρισμάκι του ζουλάφσκι του ταρκόφσκι

-Όλα αυτά μαζί;

Και δε σε πιάνει πονοκέφαλος;
Δε σε πιάνει;
Πονοκέφαλος;

Έχεις τίποτα σχέδια;
-να γράψω ένα βιβλίο και να κόψω τις φλέβες μου
-Το βιβλίο γιατί;
-μ’ ανακουφίζει η σκέψη ότι η ανθρωπότητα θα μπορεί να σκουπίζει τον κώλο της μ’ αυτό

-Θα τυπώσεις πολλά αντίτυπα;
-δεν ξέρω
-Θα τυπώσεις πολλά αντίτυπα;


Πόσο χρονών είσαι;
-δε θυμάμαι
-Πόσο χρονών είσαι;
-δε θυμάμαι

-Και γιατί να κόψεις τις φλέβες σου;
Γιατί να κόψεις τις φλέβες σου;

-με καβλώνει η γαμηστερή κόκκινη ιδέα του αίματος
-Το έχεις δοκιμάσει ξανά;

Έχεις ξανά κόψει τις φλέβες σου;

Φυσικά και το έχεις δοκιμάσει.

Και; Δεν πέτυχε;

Φυσικά και δεν πέτυχε.

Γιατί δεν πέτυχε;

Πόσο χρονών είσαι;
-δε θυμάμαι
-Πόσο χρονών είσαι;
-δε θυμάμαι
-Πρέπει να απαντάς… πώς θα σε θεραπεύσω;
-δε μπορείς να με θεραπεύσεις
-Θα σε θεραπεύσω.
-δε μπορείς
-Γιατί δε μπορώ;
-δε μπορείς να με πιάσεις
-Αρκεί που μιλάμε.

Πόσο χρονών είσαι;

-θέλω να γαμήσω τον άνθρωπο που τρώει κανέλες
θέλω να τον γαμήσω γιαγιά
γιαγιά το θέλω
το θέλω πολύ
την κρεμώδη αίσθηση απ’ τ’ αρχίδια του όταν τα χαϊδεύω
θέλω να πιω το σπέρμα του
γιαγιά το θέλω

-Δε μπορείς.
-θέλω
-Δε μπορείς.

Αυτός είναι ο άνθρωπος που τρώει κανέλες.

Έχω κάτι φρούτα στο ψυγείο.. Λες να χαλάσουν;
-τα φρούτα δε χαλάνε ποτέ κι έξω βρέχει

-Πόσο χρονών είσαι;
-δε θυμάμαι

-Έχεις τίποτα σχέδια;
-ναι να γράψω ένα βιβλίο και να κόψω τις φλέβες μου
-Το βιβλίο γιατί;
-με ερεθίζει η αίσθηση του χαρτιού όταν γίνεται όσφρηση ή αποξηραμένες μνήμες δακρύων

-Δε μπορείς.
-θέλω
-Πόσο χρονών είσαι;
-δε θυμάμαι
-Δε μπορείς.
-θέλω

θέλω να γαμήσω τον άνθρωπο που τρώει κανέλες γιαγιά
γιαγιά το θέλω
αυτό θέλω
το θέλω πολύ γιαγιά
το θέλω
-Πόσο χρονών είσαι…
______________
Η επανάληψη του υπαρκτού
Maurice Tabard

Κάποια στιγμή οι λέξεις εξαντλούνται. Τα σχήματα, τα αντικείμενα υποχωρούν. Η χρωστική ουσία φθείρεται. Ξεθωριάζει. Κοιτάς αυτό που κοιτάς, χωρίς να το διακρίνεις. Όλα έχουν υπάρξει τόσα πολλά πράγματα και κανένα δεν διαφέρει από το άλλο. Γιατί κανένα δεν έχει σημασία. Δεν έχει διαφορά.
Η παλίρροια έφτασε και βρήκε παλίρροια. Η οργή ξαφνιάστηκε. Η ορμή κόπηκε. Η δίψα ικανοποιήθηκε. Έχει ήδη ικανοποιηθεί. Ο καθένας βρίσκει αυτό που έχει ξανά συναντήσει. Και ξανά και πάλι. Αφαιρείς σκεπτικά μια στρώση δέρματος. Κι ύστερα άλλη μία. Θες να αγγίξεις έναν πιο καθαρό ουρανό. Τη διαφάνεια του πρωτότυπου αισθήματος. Ο ουρανός τέλειωσε. Αφαίρεσε όσο δέρμα έχεις. Δεν έχει διαφορά. Βρισκόμαστε 2043 μοίρες από το σημείο της παγκόσμιας γέννησης. Κάνε και μια στροφή αν θέλεις να μετατοπίσεις το κέντρο της ύπαρξής σου. Ο ουρανός τέλειωσε. Νερό και αίμα δεν έχει διαφορά. Δεν κάνει δίψα. Δεν κάνει πόνο. Δεν κάνει έλλειψη.
Ό, τι έχει υπάρξει, υπήρξε ήδη. Ό,τι θα υπάρξει, έχει κι αυτό υπάρξει. Οι παγκόσμιες αρτηρίες βούλωσαν. Οι αισθήσεις τυφλώθηκαν. Η αβυσσαλέα όψη του χάους μπήκε σε ευταξία. Τα πράγματα δεν υπάρχουν, πια, χάρις την αίσθησή τους. Αλλά χάρις την γνώση της αίσθησής τους. Η γνώση αποκαλύπτεται μέσα από αυτό που έχεις ήδη γνωρίσει. Γνωρίζεις αυτό που έχεις ήδη γνωρίσει. Ακόμα κι αν δεν το έχεις συναντήσει. Κι αν ό, τι υπάρχει, υπάρχει μόνο μέσα από τη γνώση του, ό, τι θα υπάρξει, έχει ήδη υπάρξει. Θες να κοιμηθείς. Όμως έχεις ήδη κοιμηθεί και πια δε φτάνεις στον ύπνο. Τα όνειρα εξαντλήθηκαν. Οι στάχτες τους σκέπασαν την όγδοη ήπειρο. Έγιναν καρποί για μελλοντικούς απογόνους. Για αυτούς που θα γεννηθούν ήδη γεννημένοι. Που έχουν ήδη υπάρξει.
Οι πόλεις είναι η πόλη. Και η πόλη είναι όλες οι πόλεις που έχουν υπάρξει. Η πανταχού παρουσία. Έχεις υπάρξει όλοι οι τόποι, και κανένας δεν έχει διαφορά. Είσαι το ξεχειλωμένο τοπίο της πανταχού παρουσίας. Αφαιρείς το ασπρόμαυρο δέρμα της απάθειας. Το σώμα σου τυλίγεται στο κορμί σου. Από τα δέντρα αφαιρέθηκαν οι ρίζες κι οι κορμοί επιπλέουν σ’ ένα στερέωμα χωρίς ουρανό. Η κοιλιά της μάνας σου είναι μια αρχαία σπηλιά. Κοιτάς τους σταλακτίτες –δηλαδή τον άνθρωπο σ’ όλες τις ηλικίες- που κρέμονται απ’ τα σύννεφα. Στα χέρια σου φυτρώνουν δάχτυλα. Στα χείλη σου τυλίγονται φωνές. Οι σιωπές καταστράφηκαν. Ο ουρανός τέλειωσε. Νερό και αίμα δεν έχει διαφορά. Δεν κάνει δίψα. Δεν κάνει πόνο. Δεν κάνει έλλειψη.
______________
Στάζουν Μεσάνυχτα 
Στην ποιητική συλλογή της Δήμητρας Αγγέλου, “Στάζουν Μεσάνυχτα”, ερχόμαστε σ’ επαφή μ’ ένα τρομακτικό ον. Μ’ ένα ον γεμάτο αγκάθια, μ’ ένα ον που κλωτσά, μ’ ένα ον που δέχεται, μ’ ένα ον που δε δέχεται, μ’ ένα ασχημάτιστο ον, μ’ ένα ον που “πονά γιατί γεννήθηκε”. Αν θέλαμε να αναλύσουμε αυτό το ον, ίσως καταλήγαμε πως είναι ένας άνθρωπος εν τω γίγνεσθαι. Ή ακόμα πιο πίσω, ένας άνθρωπος πριν το γίγνεσθαι. Ένας άνθρωπος στακτός. Ασχημάτιστος. Ένας άνθρωπος που είναι στα πρόθυρα του να υπάρξει. Κι αυτό το στάδιο τον καθιστά, αν όχι μια διακριτή/αναγνωρίσιμη πάλη, μια αισθητή πάλη. Για τον ίδιο και τους άλλους. Ο προ-άνθρωπος, αν μου επιτραπεί αυτός ο αδόκιμος όρος, δεν είναι ο άνθρωπος ο καθημερινός. Παρ’ όλα αυτά ίσως είναι περισσότερο οικείος. Δεν είναι ο ορατός άνθρωπος. Η αντικειμενικότητα που αποτελούμε για τους άλλους. Είναι ο άνθρωπος πριν τον άνθρωπο. Ή κάπως διαφορετικά, ο άνθρωπος μέσα στον άνθρωπο, πριν ο τελευταίος γίνει άνθρωπος. Πριν ο τελευταίος γίνει σύμβαση. Για τον προάνθρωπο της ποιητικής συλλογής, η ζωή είναι ένα θαύμα. Αλλά όχι ένα θαύμα που δίνεται. Για αυτόν η ζωή είναι το θαύμα του να ζεις.
“Το ανθρώπινο σώμα ποτέ
Όταν στ’ αλήθεια το αγγίζεις
Δεν έχει περίγραμμα
Δεν έχει άνθρωπο”
Κι αυτός ο προάνθρωπος που παρατηρώ μέσα στους στίχους της ποιήτριας, κατά έναν τρόπο είναι ανώτερος άνθρωπος. Όχι ανώτερος από την κοινωνιολογική άποψη. Αυτός ο άνθρωπος δεν είναι ηθικός. Δεν είναι σεβάσμιος. Δεν είναι αξιοπρεπής. Δεν έχει κανένα έδρανο στην αντίληψη των πολλών. Δε ζυμώνεται απ’ όλα αυτά τα μπαγιάτικα εδέσματα που μας σερβίρονται σε ακριβά σερβίτσια νύχτες χωρίς άστρα, νύχτες χωρίς φεγγάρι. Η ποιητική συλλογή της Δήμητρας μοιάζει να έχει απομυθοποιήσει πλήρως τις παραδεκτές αξίες. Δε μπαίνει καν στον κόπο να τις περιφρονήσει. Τις έχει δει και τις έχει προσπεράσει. Επωμίζοντας, σχεδόν αυτοτραυματικά, το βάρος και το κόστος αυτής της επιλογής. Αυτής της διαφορετικότητας. Ο δικός της υπεράνθρωπος, ο δικός της προάνθρωπος, υποφέρει. Τεμαχίζεται. Αφανίζεται. Ρημάζεται. Το ευαγγέλιο του -προφανώς και δεν έχει τέτοιο- είναι ο πόνος, η καύλα, ο έρωτας, η παρόρμηση. Εκείνη η άφατη ουσία που δε μπορεί να γίνει λέξη. Η άφατη ουσία της αίσθησης, που με όσες λέξεις και να την περικυκλώσεις, μένει απ’ έξω. Κι αυτός ο άνθρωπος δεν είναι ένας μακρινός άνθρωπος. Δεν είναι ένας άνθρωπος που δε σε αφορά. Είναι ένας άνθρωπος που σ’ έχει αγγίξει εκεί που τον αισθάνεσαι. Και σ’ έχει αγγίξει μ’ όλους τους πιθανούς τρόπους. Ακόμα και μ’ αυτούς που δε σ’ έχει αγγίξει…
“Απ’ όπου κι αν με πιάσεις εγώ θα πονάω
Γιατί με έχεις πιάσει ήδη παντού”
Στάζουν Μεσάνυχτα, γράφεται στον τίτλο της συλλογής, και ίσως μπορείς ήδη να διαισθανθείς τον υγρό, πηχτό πόνο, τον αισθησιακό, σχεδόν ερεθιστικό τόνο μιας δραματικής φωνής. Όμως η φωνή της ποιήτριας περιέχει όλο τον πόνο του δράματος, χωρίς το δράμα. Χωρίς κάτι το δραματικό. Κι αν τα μεσάνυχτα φαντάζουν σύνορο, η ποίηση της συλλογής είναι ασύνορη. Μπορεί τα μεσάνυχτα να διαχωρίζουν στη σκέψη μας τη ζωή απ’ το θάνατο, τη μέρα από τη νύχτα, τη μέρα από την άλλη μέρα, το δόκιμο απ’ το αδόκιμο, όμως ταυτόχρονα και κυριολεκτικά, αποτελούν μια ασύνορη μεταβατική στιγμή. Μια ανεπανάληπτα μοναδική στιγμή. Σ’ αυτή τη στιγμή πασχίζει η συλλογή. Όχι πριν τη μετάβαση. Ούτε μετά. Στο ακριβώς της στιγμής. Της στιγμής που δεν υπάρχει. Της στιγμής που στάζει τη σκοτοδίνη του αισθήματος. Και οι στίχοι μοιάζουν μια ταπεινή συγκομιδή, μια βιωματική καταγραφή πόνου, μνήμης, απώλειας, έρωτα, ζωής, νοσταλγίας, τρόμου, αγάπης, φόβου, παράνοιας (δεν τελειώνει) πριν γίνουν αυτό που υπαινίσσονται οι λέξεις. Πόνος, μνήμη, απώλεια, έρωτας (…) πριν γίνουν η γνώση των λέξεων. Η εμπειρία των λέξεων. Η συνείδησή τους. Ίσως οι λέξεις αστοχούν. Κι αυτή ακριβώς η ικανότητα δίνει στην αίσθηση τη δυνατότητα να σε κατακλείσει. Να σε κατακλείσει με την (αίσθηση) της ευνοϊκής θερμοκρασίας των πραγμάτων, πριν ακόμη γίνουν πράγματα.
“Μου λείπει ο μπαμπάς μαμά
Μου λείπει το να με πιάνουν από το χέρι
Χωρίς να με αγγίζουν
Να με οδηγούν
Χωρίς να προπορεύονται
Να μου μαθαίνουν τ’ αστέρια και τα μαθηματικά
Να μου τραγουδούν κι εγώ να γελάω
Μου λείπει η θαλπωρή των θερινών νυχτών
της παιδικής ηλικίας
Η ευνοϊκή θερμοκρασία των πραγμάτων
Πριν ακόμη γίνουν πράγματα
τι κάνει ο μπαμπάς μαμά;
Και γιατί εδώ κάνει τόση μοναξιά;
Ξέχασε να με μάθει κάτι;
Έχω πολλές απορίες ακόμη να του πεις μαμά…”
_____________
ελπΉδα 
Eikoh Hosoe
 
Ήλπιζε μαλάκα.
Ήλπιζε.
Εγώ την Ελπίδα τη γράφω ελπΉδα.
Γιατί είναι πηχτή και σε πηδάει όσο περιμένεις.
Έναν φανταστικό προορισμό.
όχι για έναν φανταστικό προορισμό.
Τι σχέση έχει η φαντασία με την πραγματικότητα;
Ελπίζεις να γίνεις γιατρός.
Να ζήσεις ως τα βαθιά γεράματα χωρίς οδύνη.
Ελπίζεις να γοητεύσεις τον τάδε.
Να περάσεις ένα όμορφο Σαββατόβραδο.
Όλα πραγματικά και άκομψα..
κι εσύ βουλιάζεις μέσα τους..
μα μην ελπίζεις..
δεν είναι Σάββατο..
Απόψε και κανένα απόψε δεν είναι Σάββατο..
Εγώ έχω αργία..
Διανυκτερεύω κάτω από παχιές κουβέρτες
Κι ονειρεύομαι κολπικά υγρά να μ’ απεγκλωβίσουν
απ’ τις καταστάσεις των πραγμάτων
που με βυθίζουν, με βυθίζουν, με Βυθίζουν.
Δεν ελπίζω.
Ελπήζω.
Δεν Ελπήζω.
Προχωράω.
Χωρίς καμιά συνειδητή βούληση.
Έχω μονάχα μια ακατέργαστη επιθυμία.
Και δεν τη γνωρίζω.
Έξω είναι ένα ατέλειωτο Σάββατο.
Μα εγώ τις απέλυσα τις μέρες.
Και τα γραπτά μου καν’ τα ότι θες.
Κανένα γαμήσι δε γεννάει τίποτα πια.
Είμαστε εγκλωβισμένοι.
________________
Η άλλη όψη του θανάτου 
Deborah Τurbeville

Το ομιλούν ον, το ζωντανό ον είναι καταδικασμένο να υπάρχει, να αναπνέει, να υποφέρει σ’ ένα τοπίο ζωής όπου τα πάντα υποχωρούν, ρέποντας προς τον θάνατο. Η Μαργκερίτ Γιουρσενάρ τοποθετείται χαρακτηριστικά: «Σαν ταξιδιώτης που διακρίνει σιγά σιγά τη γραμμή της παραλίας, διακρίνω κι εγώ το προφίλ του θανάτου μου». Η ίδια η ύπαρξη του ζωντανού όντος συνιστά την πάλη με την αέναη υποχώρηση. Η ζωή είναι το δίχως κατεύθυνση, αλλά και διαφυγή, κύλισμα προς τον θάνατο.
Ο θάνατος δεν είναι το αμετάκλητο γεγονός. Ο θάνατος δεν είναι το στερητικό της ζωής [μη-ζωή]. Αντιθέτως, αποτελεί πιθανώς μια νέα κατάσταση ζωής. Μια ζωή ανόργανη. Μια κατάσταση ζωής σε άλλη διαύγεια και σε άλλη ορατότητα. Αυτή τη νέα κατάσταση υπογραμμίζει και ο Ρόκε Ντάλτον στο ποίημα Αργά τη Νύχτα: «Όταν θα μάθεις πως έχω πεθάνει μην προφέρεις το όνομά μου / γιατί θα σταματήσει ο θάνατος και η ανάπαυση», δίνοντας μια νέα όψη στον θάνατο. Την σταθερή γαλήνια όψη ενός ζώντα θανάτου. Γιατί ο θάνατος δεν είναι το στερητικό της ζωής (μη-ζωή), ούτε το αντίθετό της. Ίσως απλά να είναι μια νέα μορφή της. Μια αναδομημένη φόρμα της ύπαρξης μέσω της ανυπαρξίας. Εν τέλει, μια ανασύσταση της ύπαρξης. Για τη ζωτικότητα του θανάτου θα ήθελα να παραθέσω και το ποίημα της Έμιλυ Ντίκινσον, «Πέθανα για την Ομορφιά»
Πέθανα για την Ομορφιά – και πάνω
Που είχα βολευτεί μέσα στον Τάφο
Που πέθανε για την Αλήθεια Κάποιος, έμπαινε
Σε διπλανό Δωμάτιο –

Με ρώτησε ψιθυριστά “Τι έφταιξε”;
“Η Ομορφιά”, του απάντησα –
“Σ’ εμένα – η Αλήθεια – Όμοια τα Δυο –
Είμαστε, Αδέρφια”, είπε –

Κι έτσι, σαν Συγγενείς, μιας Νύχτας –
Τα λέγαμε απ’ τα Δώματά μας –
Βρύα ώσπου έφτασαν στα χείλη μας –
Και σκέπασαν – τα ονόματά μας –

Η Έμιλυ Ντίκινσον, όπως μπορεί να διακρίνει κανείς, πάει ακόμα πιο μακριά τη σκέψη μας. Καθώς με το παραπάνω ποίημα υπαινίσσεται τον θάνατο του θανάτου, αποδεχόμενη, αυταπόδεικτα, την ζωτικότητα του θανάτου. Και χρησιμοποιώντας το «ανείπωτο» ως πειστήριο της θνητότητας. Γιατί ίσως τελικά, αυτό που μας τρομάζει πιο πολύ στο θάνατο, είναι το ανείπωτο. Αυτό που πλέον δε μπορεί να αρθρωθεί. Το ανεκπλήρωτο του γλωσσικού συμβάντος. Είναι όμως στ’ αλήθεια ανέφικτη η επικοινωνία;
Επιπρόσθετα, οφείλουμε να παραδεχτούμε, πώς η ζωή ενυπάρχει μες το θάνατο και αντιστρόφως. Το τοπίο της ζωής -έστω ο χώρος- διαμορφώνεται καταλυτικά από την υποχώρηση του νεκρού καθώς αυτό εγκαταλείπεται στην ανυπαρξία. Ο χώρος των ζωντανών, από μία όψη, είναι ο χώρος που παραχωρείται απ’ αυτό που πεθαίνει. Ενώ και η μορφολογία του εδάφους της ζωής, τα πετρώματα, οι αναλογίες ξηράς-θάλασσας, η τρυφερότητα και η κλίση του ήλιου, διαμορφώνονται δραστικά από τις αξεδιάλυτες ρίζες αυτού που έχει υπάρξει. Ουσιαστικά, το τοπίο της ζωής –ο χώρος- θεμελιώνεται και αναπτύσσεται σε αυτές τις ρίζες. Γιατί ό,τι έχει υπάρξει δε μπορεί να μην έχει υπάρξει. Η πυκνότητα του ουρανού, η ποικιλότητα του εδάφους, η πύκνωση του λόγου και τα σπέρματα της σκέψης φέρουν αξεδιάλυτα τα ίχνη του υπαρκτού. Και υπαρκτό δεν είναι ότι υπάρχει μια δεδομένη στιγμή. Αλλά η συνεχής γραμμή που διέπει την αιωνιότητα.
Η ζωή και ο θάνατος δεν είναι πράγματα ξεχωριστά. Δεν είναι αντικρουόμενες καταστάσεις. Δεν αποκλείει η μία την άλλη. Ο θάνατος δεν είναι το στερητικό της ζωής [μη-ζωή]. Πιθανώς να είναι μια κατάσταση ζωής σε άλλη έκφανση. Ο θάνατος δεν είναι το αναπάντεχο γεγονός. Δεν είναι το μακρινό, ασυγχώρητο δράμα. Θάνατος δεν είναι ο πόνος που έχουμε επιβάλλει στο θάνατο. Είναι κάτι πιο φυσικό. Είναι κάτι εντελώς φυσικό. Κάτι εντελώς ζωντανό. Κάτι εντελώς πιθανό. Εντελώς οικείο. Ο Παβέζε τον περιγράφει, σχεδόν ερωτικά, δίπλα μας/εντός μας: «Θα ‘ρθει ο θάνατος και θα ‘χει τα μάτια σου». Ενώ ο Νίκος Ερηνάκης, τονίζοντας την ανάγκη να αφεθούμε στον θάνατο, να μετέχουμε σε αυτόν γράφει: «Για να πετύχει μια δολοφονία πρέπει να ενέχει στοιχεία αυτοκτονίας». Οφείλουμε να μην αντιμετωπίζουμε αμυντικά τον θάνατο. Να τον αποδεσμεύσουμε από την βιαιότητα που έχουμε επιβάλει στο συμβάν του θανάτου. Οφείλουμε να του επιτρέψουμε να μπει. Να μας καταλάβει. Όπως σε κάθε κατάσταση ζωής. Να εισχωρήσουμε εντός χωρίς περιορισμό. Να εμπλουτιστούμε από την εμπειρία του.
Ο θάνατος, επίσης, μπορεί να είναι ο γοητευτικός τόπος. Δεν είναι το στερητικό της ζωής [μη-ζωή]. Είναι πιθανώς μια ζωή σε ύπνωση. Μια ζωή ερωτική. Μια ζωή που υπόσχεται, για αυτό και ερωτική. Μια ζωή που περιμένει να (ξανα)γεννηθεί. Αυτή η υπόνοια της αναγέννησης του θανάτου, ίσως είναι η μεγαλύτερη ερωτική πρόκληση που δέχεται το τοπίο της ζωής. Το ζωντανό, ζώντας –όχι πεθαίνοντας-, έρχεται διαρκώς σ’ επαφή με τον θάνατο. Όλα υποχωρούν ρέποντας προς τον θάνατο. Και εσύ αγγίζεσαι μαζί του. Χρόνος είναι η αφή με τον θάνατο. Έναν θάνατο που υπόσχεται. Υπόσχεται, όχι το τέλος αλλά το ανεκπλήρωτο. Στην ταινία «2 ή 3 πράγματα που ξέρω για αυτή» του Γκοντάρ, ακούμε:
Kαι μια σκοτεινή κι αναπόφευκτη μέρα,
ο θάνατος θα ‘ρθει
και θα καταργήσει όλα αυτά τα όρια.
Και δε θα υπάρχουν ούτε ερωτήσεις ούτε απαντήσεις.
Θα υπάρχει μονάχα μια θολούρα.
Αλλά αν κατά τύχη,
μια μέρα τα πράγματα ξεθαμπώσουν ξανά,
θα είναι μονάχα από τον ερχομό της συνείδησης
Τα πάντα θα ακολουθήσουν από εκεί..”

Γιατί όταν η ζωή ξυπνήσει ξανά, ίσως αυτή τη φορά αναγεννηθεί ολόκληρη. Ίσως αυτή τη φορά τα πράγματα να μην αναγεννηθούν ως σωστά ή λάθος. Αρεστά ή επικριτέα. Ίσως αυτή τη φορά τα πράγματα να μην αναγεννηθούν ως τμήματα πραγμάτων. Ίσως αυτή τη φορά αναγεννηθούν ολόκληρα. Αυτή είναι η μεγάλη υπόσχεση του θανάτου. Η μεγάλη υπόσχεση του έρωτα: η επανάσταση της αναγέννησης.
Νίκος Ερηνάκης: «Οι ήδη νεκροί δεν ξαναπεθαίνουν / Ελευθερώνονται»
__________________
Yogurt 
Rudolf Schwarzkogler
Αδρανή σώματα με ακινητοποιημένα τα μέλη σκεπάζουν την Σταδίου και την Πανεπιστημίου. Δηλητηριασμένα πτώματα από αμπούλες yogurt που πουλιέται σε κάθε γωνία της πόλης. Ένας σκύλος κατουράει το κεφάλι μιας κοπέλας που έχει βάψει τα μαλλιά της πράσινα. Ήχοι κανονιών δολοφονούν την φθινοπωρινή ησυχία του βραδινού ουρανού. Ο ποιητής Γκεοργκ Τρακλ αυτοκτόνησε σε ηλικία 27 χρόνων. Τα σταχτοδοχεία γεμίζουν δάκρυα. Τα ποντίκια επιπλέουν σε κάθε υγρότητα. Κόκκινες κλωστές μπλέκονται στα μαλλιά μου. Φυτεύω τρεις σπόρους κόκκινου αίματος σε διαδικτυακές μήτρες. Να γεννηθούν τα μελλοντικά παιδιά. Παιδιά ολόκληρα. Παιδιά λειψά. Παιδιά ολόκληρα. Παιδιά λειψά. Ο θερμοσίφωνας έβρασε. Ο Θερμοσίφωνας έπεσε σ’ ένα πεντάθυρο Ι.Χ. Από θαύμα σκότωσε μια πενταμελή οικογένεια με όλα της τα τέκνα. Η νεκροψία εξακρίβωσε πως επρόκειτο για ένα τυπικό δείγμα πιθήκων.
Ανθρώπινα πτώματα κείτονται στις οδούς Σταδίου και Ακαδημίας. Δηλητηριασμένα από αμπούλες φρέσκου yogurt που πουλιέται σε κάθε γωνία της πόλης. Αλείφω με τα χέρια λειψές ποσότητες τραυματισμένου σπέρματος στα χλωμά της μαλλιά. Η κάβλα που ήταν εδώ εκτονώθηκε. Η κάβλα που εκτονώθηκε κατάργησε την κάβλα που μου τέντωνε τον πούτσο. Το 1968 ο ποιητής Γιώργος Μακρής αυτοκτόνησε. Αφού πρώτα γέμισε με πυρίτιο τις κυψέλες των πνευμόνων του. Και αφού πρώτα έφτυσε εύφλεκτα δάκρυα στον πρωκτό του Παρθενώνα ανατινάσσοντας την Ακρόπολη. Μαύρο μπετό ρίχτηκε στο πρόσωπο της πόλης. Τα χείλη της σφραγίστηκαν. Δεν χαμογελάει. Αντί για χαμόγελα φτιάξαμε πάρκα. Αντί για χαμόγελα φτιάξαμε δρόμους. Δε χαμογελάει. Αντί για χαμόγελα φτιάξαμε μπουρδέλα. Δε χαμογελάει. Αντί για χαμόγελα φτιαχτήκαμε μόνοι μας. Δε χαμογελάει. Όταν γνώρισα τον ιατρό μου ακραιφνής σκέφτηκα πως ήθελα να τον πηδήξω. Έπειτα κατάλαβα πως η ιατρική μου πήδηξε το μυαλό.
Ανθρώπινα πτώματα σαπίζουν στις οδούς Σταδίου και Ακαδημίας. Δηλητηριασμένα στομάχια σκάνε στον ήλιο φτύνοντας απ’ την κοιλιά αμέτρητες ποσότητες ξεραμένου yogurt που πουλιέται σε όλες τις γωνίες της πόλης. Η Αθήνα κλαίει και ο αιχμηρός ήχος από έναν στόλο ασθενοφόρων της γαργαλάει τα σκέλια. Το κεφάλι μου έχει γεμίσει καταθλιπτικά. Αφού πρώτα κάηκαν όλες οι φωτογραφίες εκείνων που πέθαναν χθες, τώρα φωτογραφίζουν τις στάχτες τους. Τα βιβλία αλλαξοκωλιάζουν τις σελίδες τους πάνω στα ράφια της Μεγάλης βιβλιοθήκης. Η κυρία με το λευκό σκύλο φόρεσε το φίμωτρο αφού πρώτα πήρε τσιμπούκι από κάθε αρσενική ψωλή μες το ιατρείο μικρών ζώων. Από τα νησιά αφαιρέθηκε η θάλασσα, όταν ένα συγκρουόμενο λούνα παρκ εκτροχιάστηκε και έπεσε στη θάλασσα με αποτέλεσμα να πνιγούν δυο αγέννητα βρέφη.  Εγώ, με τη σειρά μου, έκοψα στη μηχανή του κυμά το μεγάλο μου δάχτυλο. Ύστερα άρχισα να τα μετράω όλα σε πολλαπλάσια του εννιά. Εννιαετίες. Ένατα. Εννιάδες. Εννιά εννιά ογδόντα ένα. Το 1981 ο Ζουλάφσκι σκηνοθετεί το Possession. Στις οδούς Σταδίου και Ακαδημίας παρελαύνουν κατσαρίδες φορώντας τα ρούχα των δηλητηριασμένων. Μια κατσαρίδα φωτογραφήθηκε. Στη λεζάντα έγραφε: ο μελλοντικός άνθρωπος.
__________________
songs are sung 
The Turin Horse - Bela Tarr


Τα τραγούδια ειπώθηκαν. Τα τραγούδια έχουν ειπωθεί. Την θλίψη των ημερών διαδέχονται ημέρες δίχως θλίψη. Τα καλώδια ντύθηκαν. Τα μάτια σωπαίνουν. Οι φόβοι κοιμήθηκαν. Οι φόβοι κοιμούνται. Ο κόσμος πάγωσε κι αυτός σ’ ένα κλίμα από υπερήλικες χρόνους. Όλα τα τραγούδια έχουν ειπωθεί.
Οι δρόμοι άδειασαν. Καμία ελπίδα να σε συναντήσω. Τις θλιμμένες μέρες διαδέχτηκαν ημέρες χωρίς θλίψη. Ο πόνος μ’ εγκατέλειψε. Στην ανώδυνη μέρα. Στην ανήδονη μέρα. Στη μέρα δίχως πόνο. Τα τραγούδια έχουν ειπωθεί. Πονώ την απουσία του πόνου.  Τα δάχτυλα έχουν θρυμματιστεί μέχρι το σκληρό των καρπών. Ανέγγιχτη η απουσία του αισθήματος. Η παρουσία της απουσίας. Τα τραγούδια ειπώθηκαν.
Οι φλέβες της γης μαράθηκαν. Ησυχία σκεπάζει τα πόδια των νεκρών. Το αλώβητο μήλο. Χρεοκοπημένο το μαγαζί της αγάπης. Τα τραγούδια ειπώθηκαν. Τα μάτια κλείνουν. Τα μάτια γυρίζουν. Αναποδογυρίζουν. Το χάος κοιτιέται από πέτρινους τοίχους. Βυθίζει το δάχτυλο σε μια θάλασσα στάχτης. Εγκαταλείπεται σ’ έναν ουρανό χωρίς γεύση. Τα τραγούδια ειπώθηκαν. Οι δρόμοι μαράθηκαν. Τα μάτια κοιμήθηκαν. Η κίνηση έχει κινηθεί.
Σκοτάδι αδιάκριτης χρωστικής ουσίας χτενίζει το ακέφαλο όνειρο. Το εδώ και τώρα γίνεται εκεί και τότε. Οι πετρωμένες σάρκες χαϊδεύονται από τα χέρια της μνήμης. Τα τραγούδια ειπώθηκαν. Τα τραγούδια έχουν ειπωθεί. Σκουριασμένες οι φύτρες του αισθήματος. Η μεγάλη καλαμιά σκεπάζει τον ήλιο. Το επέκεινα ένας αδιάβατος ήχος. Τα τραγούδια ειπώθηκαν. Τα τραγούδια ακούστηκαν. Ο πόνος βιώθηκε. Αφυδατώνεται ο κόλπος του απείρου.
Τα τραγούδια ειπώθηκαν. Βουβός ο θρήνος αυτού που έχει συμβεί. Αυτού που δε μπορεί να ειπωθεί. Το φιλί έγινε αγκάθι που δε μπορεί να μολύνει καμία περιοχή. Το χώμα υποχωρεί. Οι σκοτωμένες ρίζες εκτίθενται σε μια όραση δίχως αίσθηση. Τα τραγούδια ειπώθηκαν. Τα τραγούδια ακούστηκαν. Όλα είναι εδώ. Και τίποτα δε μπορεί να εισχωρήσει στην σκοτεινή παράνοια του «αισθάνομαι». Τα μάτια έκλεισαν. Οι δρόμοι άδειασαν. Τα τραγούδια ειπώθηκαν. Η σιωπή πληγώθηκε. Και η πληγή δε μπορεί να ξανά πληγωθεί. Να ξανά γίνει πληγή. Τη θλίψη των ημερών διαδέχονται ημέρες δίχως θλίψη. Τα τραγούδια έχουν ειπωθεί. Ο πόνος στέγνωσε. Απαράλλακτα τα μοτίβα της ξηρασίας. Τα τραγούδια έχουν ειπωθεί.

Inspiration song



_______________
Περί έργου τέχνης το ανάγνωσμα 
Salvador Dali

Μια ταινία, ένα βιβλίο, ένας πίνακας δεν υπάρχουν ως προς τον εαυτό τους. Αντιθέτως, υπάρχουν επειδή τα κοιτάμε. Προσοχή, δεν τα κοιτάμε επειδή υπάρχουν. Αλλά υπάρχουν επειδή τα κοιτάμε. Είναι το βλέμμα μας που ενεργοποιεί. Η σύνθεση των χρωμάτων σ’ έναν πίνακα παύει να είναι μια σύνθεση. Οι προτάσεις, αυτές οι αλληλουχίες των φράσεων, παύουν να είναι μια ουδέτερη ακολουθία από γλωσσικά σύμβολα. Οι κινούμενες εικόνες παύουν να είναι απλές τρεμάμενες αναλογίες σκιάς και φωτός. Μέσα από το βλέμμα μας, και κατ’ επέκταση την ύπαρξή μας, τα μορφικά χαρακτηριστικά, οι φυσικές ιδιότητες των έργων τέχνης παύουν να υπάρχουν μονομερώς σ’ αυτό το υλικό πλαίσιο της κατασκευής. Πλέον, αποκτούν ένα πλαίσιο πιο εσωτερικό. Αποκτούν μια εσωτερική ζωή. Εντάσσονται σ’ ένα πλαίσιο πνευματικό. Βέβαια, για να συντελεστεί αυτή η αναζωογονητική επίδραση του βλέμματος, η ματιά μας οφείλει να είναι καθαρή. Να χύνεται με ανιδιοτέλεια στο εξ’ απεναντίας έργο τέχνης. Συνεπώς ένα βιβλίο δεν είναι οι σελίδες του. Μια ταινία δεν είναι οι εικόνες της. Ένας πίνακας δεν κατοικεί στο πλαίσιο του. Αντιθέτως, ένα έργο τέχνης, μορφώνεται στην απόσταση που ορίζεται απ’ τον εαυτό του και εκείνον που το κοιτάει και κοιτιέται μέσα σε αυτό.
«Ο θεατής έτσι πρέπει να πλησιάσει την τέχνη όπως πλησιάζει κανείς ένα τοπίο. Ένα τοπίο δεν απαιτεί από το θεατή την “κατανόησή” του, την απόδοσή μιας σημασίας, τις ανησυχίες του και τις συμπάθειές του. Απαιτεί, μάλλον, την απουσία του, ζητάει απ’ αυτόν να μην του προσθέσει τίποτα. Η οραματική θέαση των πραγμάτων, για να μιλήσει κανείς επακριβώς, συνεπάγεται την ικανότητα εκ μέρους του θεατή να ξεχνάει τον εαυτό του: ένα αντικείμενο άξιο να κοιταχτεί μ’ αυτό τον τρόπο είναι ένα αντικείμενο που, στην πραγματικότητα, εκμηδενίζει αυτόν που το συλλαμβάνει.» Λέει η Σούζαν Σοντάγκ, αποκαλύπτοντας τις ιδανικές συνθήκες συνδιαλλαγής θεατή-έργου τέχνης.
Ένα τοπίο δε σου επιβάλλεται. Δε σου επιβάλλει τη θάλασσα, το βουνό ή τις στοιχίσεις των δέντρων. Ένα τοπίο σ’ εμπεριέχει. Μέσα απ’ το βλέμμα σου ενσωματώνεσαι σε αυτό. Εμπεριέχεσαι. Έτσι κι εσύ, οφείλεις να μην έχεις δόλο κατά την συν-επαφή. Να μην παρεμβαίνεις. Να μη χρωματίζεις τη θάλασσα μπλε ή άσπρη. Να μην επιφορτίζεις το τοπίο με τις προθέσεις σου ή τις αντιλήψεις σου. Να ξεχνάς τις βεβαιότητες που σε ορίζουν. Να ξεχνάς ποιος είσαι. Να αφήνεσαι στο τοπίο. Να αφήνεσαι στο έργο τέχνης που σου αποκαλύπτεται. Όχι να αφήνεσαι. Να παρασύρεσαι. Να εισχωρείς βαθιά εντός του. Στην πραγματικότητα δεν έχεις άλλη επιλογή…
Να παρασυρθείς. Πρωτίστως αισθητικά. Εν αρχή είναι η αίσθηση. Αναλόγως τοποθετείται και ο Μικελάντζελο Αντονιόνι: «Το σημαντικό δεν είναι να καταλάβει κανείς μια ταινία, αλλά να τη δει σαν εμπειρία. Αυτή η εμπειρία, η συγκίνηση, είναι εντελώς προσωπική για κάθε θεατή. Εγώ δεν καταλαβαίνω τις ταινίες μου, ούτε καν το επιχειρώ. Δε μ’ ενδιαφέρει να καταλάβω. Πρέπει πρώτα να καταλάβεις μια ταινία με τις αισθήσεις σου. Μετά έρχεται η διανόηση ή η ηθική.»
Για να επιτευχθεί αυτή η (δι)αισθητική παρέλαση μέσα στα έργα τέχνης πρέπει να αφαιρέσεις τις προσδοκίες σου. Καθώς κι επίσης να την ξεκοκαλίσεις από τα δεδομένα σχήματα που της έχουν επιβληθεί. Το νερό ικανοποιεί την δίψα σου. Ένα ρόφημα ίσως την ανάγκη σου για γεύση. Η τέχνη όμως είναι μια αισθητική απόλαυση άνευ σκοπών. Πολλές φορές η αστική κουλτούρα των LOFT οικειοποιείται και προσεταιρίζεται τις τέχνες και τον πολιτισμό σαν μια μάσκα που προάγει συγκεκριμένα lifestyle και σύμβολα. Με αυτό τον τρόπο εξαπολύει μια επίθεση πνευματική. Ομοίως και στην άλλη πλευρά. Η τέχνη επιστρατεύεται, φορτωμένη με λαϊκά σύμβολα, και πολιτικές αντιπαλότητας, για να περάσει σε μια πνευματική αντεπίθεση. Και στις δύο περιπτώσεις η τέχνη έχει ενταχθεί σ’ ένα πλαίσιο, και υπάρχει χάρις αυτού. Όμως η τέχνη δεν εγκλωβίζεται, δεν καλουπώνεται. Οφείλει να υπάρχει σε μια διάσταση ανθρώπινη, πανανθρώπινη, και κατά αυτόν τον τρόπο, ίσως και υπεράνθρωπη. Γιατί ο άνθρωπος, οντολογικά, δεν είναι κοινωνικοπολιτικό πλαίσιο. Εκεί απλά εντάσσεται. Οντολογικά ο άνθρωπος είναι ένα σύμπαν ενστίκτων και αισθήσεων με/από τη γέννησή του. Ένα σύμπαν ενστίκτων και αισθήσεων που συνθέτουν μια πανάρχαια ψυχή. Σ’ αυτή τη διάσταση αποθεώνεται η τέχνη. Και για να παρελάσεις με διαύγεια και αισθητικά εντός της, οφείλεις να απαλλαχθείς ο ίδιος από την ασθένεια της εκλογίκευσης. Να ξεχάσεις το αποδεκτό και το επιτρεπτό. Να της αφαιρέσεις τις προσθέσεις και τις ιδιοτέλειες που προσαρτά το κοινωνικό πλαίσιο. Πρωτίστως, οφείλεις να φτιάξεις με το έργο τέχνης μια σχέση προσωπική. Μια σχέση που λειτουργεί αναμεταξύ σας.
«Όντας συγκινημένος από ένα αριστούργημα, κάποιος αρχίζει να ακούει μέσα του το ίδιο κάλεσμα αλήθειας που παρακίνησε τον καλλιτέχνη στην δημιουργική του πράξη. Όταν δημιουργείται ένας σύνδεσμος μεταξύ του έργου και του παρατηρητή του, ο τελευταίος βιώνει ένα ανυπέρβλητο, καθαρτικό τραύμα. Εντός αυτής της αύρας που ενώνει αριστουργήματα και κοινό, οι καλύτερες πλευρές των ψυχών μας εμφανίζονται, και νοσταλγούμε την ελευθέρωσή τους. Μέσα σε αυτές τις στιγμές αναγνωρίζουμε και ανακαλύπτουμε τους εαυτούς μας, τα απύθμενα βάθη της δυνατότητάς μας, και τα πιο απόμακρα όρια των συναισθημάτων μας», λέει ο Άντρει Ταρκόφσκι. Υπενθυμίζοντας μας πως στην τέχνη, δημιουργός και θεατής είναι ισότιμοι καλλιτέχνες και κύριοι της δημιουργίας.
Συνομιλώντας μ’ ένα έργο τέχνης γινόμαστε οι ίδιοι, εν αγνοία μας δημιουργοί και έργα τέχνης. Βλέποντας μια ταινία γράφεις τη δική σου ταινία. Γίνεσαι η ταινία. Γιατί, όπως είπαμε, οι ταινίες δεν υπάρχουν μονομερώς ως προς τον εαυτό τους. Δεν είναι η κλειδωμένη μορφική τους σύνθεση. Οι ταινίες, μέσα μας αποκτούν τόπο. Υπάρχουν μέσα από εμάς. Εμείς, ο καθένας μόνος του και όλοι συνολικά, αποτελούμε τις άπειρες εκδοχές τους. Την συνολική Ψυχή τους. Γιατί βλέποντας μια ταινία γράφεις παράλληλα μια νέα ταινία. Όχι μια ταινία που έχεις ήδη γράψει. Όχι μια ταινία έτοιμη που περιμένει απλά να επιβεβαιωθεί. Αλλά μια ταινία νέα. Που γράφεται αυτή τη στιγμή. Από τη στιγμή που σε κυριεύει αυτό που βλέπεις. Που του αφήνεσαι. Από τη στιγμή που σε καταλαμβάνει. Κι αρχίζει να κινεί και να κινείται μέσα στον κόσμο σου.

-γιατί στην τέχνη ο κόσμος, η ζωή κι εσύ, χάνετε τα περιγράμματά σας, για να συνυπάρξετε ολόκληροι και αδιάσπαστοι μέσα απ’ την μοναδική αίσθηση της γυμνής αφής-
________________
Γαμήσια και ψυχαναγκασμοί
Bettina Rheims

Ήταν 19. Ήταν μεγάλη μέρα για αυτή. Είχε ακούσει τόσα και τόσα για το μυστήριο της θηλυκής σάρκας. Κι απόψε τα ‘χε κανονίσει όλα για να αισθανθεί μαγεμένη. Είχε ξυρίσει επιμελώς τις απόκρυφες περιοχές του σώματος. Είχε αγοράσει καλό κόκκινο κρασί. Είχε βάλει την κολλητή της, τη Σοφία, να αναμένει σ’ επιφυλακή πάνω απ’ το ακουστικό για να αποκρούσει κάθε τυχόν ανεπιθύμητο παράγοντα. Το ‘χε κάνει άλλωστε και η ίδια για εκείνη κάποτε. Βέβαια, είχε γαμηθεί ήδη δυο-τρεις φορές στο παρελθόν. Αλλά αυτές δε μετρούσαν. Ήταν περιπτώσεις που ανήκαν στα σαχλά και αναγκαία πηδηματάκια. Μέσα στις τουαλέτες κάποιου μπαρ. Ή κάτω από τα εφηβικά σκεπάσματα κάποιου ξενοδοχείου σχολικής εκδρομής. Είχε γαμηθεί, αλλά δεν είχε γαμηθεί. Για την ακρίβεια είχε πηδηχτεί όπως κάποιος πετάει μια γόπα στο δρόμο αφού πρώτα έχει ελέγξει σχολαστικά όλους τους καθρέπτες του αυτοκινήτου. Είχε γαμηθεί όπως κάποιος τοποθετεί κάτω απ’ το χαλί τα θρυμματισμένα κομμάτια του βάζου για να μην αφήσει ίχνη.
Ήρθε στις 10. Τον περίμενε στις ενιάμιση. Φιλήθηκαν σταυρωτά και τοποθετήθηκαν με κάποια αμηχανία στα αναπαυτικά μαξιλάρια του μεγάλου καναπέ του άδειου σπιτιού. Τα είχε σκεφτεί όλα. Τον τρόπο που θα τη γαμούσε. Το πώς θα την άγγιζε. Πόσα δάχτυλα θα της έχωνε στο στόμα ενώ την πήδαγε. Το πώς θα κρατούσε αναμμένη την κάβλα στο μουνί της για ώρα. Τα είχε σκεφτεί όλα. Και σκεφτόμενη τα έπραττε. Τα είχε σκεφτεί σε τέτοιο βαθμό, που τίποτα δεν είχε υποχρέωση να συμβεί. Άσε που οι σκέψεις την εμπόδιζαν πλέον να τον κοιτάει σαν ανθρώπινο ον. Την εμπόδιζαν εντελώς. Καθόταν απέναντί του, και ένιωθε τις συσπάσεις του προσώπου της καθώς οι μυς του δέρματος έπαιρναν κάποιες εντελώς αμήχανες και κοκκινισμένες εκφράσεις. Εκφράσεις που δε μπορούσε να ελέγξει και που της προκαλούσαν εντύπωση. Όλη αυτή την ώρα θερμομετρούσε την κωλοτρυπίδα της. Για κάποιον λόγο έκαιγε. Σε πλήρη αντίθεση με την υγρασία στα σκέλια της που έλουζε την κορυφή των ποδιών της.
Σύντομα ήταν γυμνοί και οι δυο. Καθόταν απέναντι από αυτόν και τον καβλωμένο του πούτσο. Ήταν κάπως παγωμένη. Σίγουρα πιο ψυχρή απ’ ότι είχε υπάρξει στις φαντασιώσεις της. Άρχισε να σκέφτεται διάφορα. Άρχισε να σκέφτεται μ’ έναν τελείως ανεξέλεγκτο τρόπο. Ίσως την θεωρούσε πόρνη αν τον έπαιρνε στο στόμα της. Μετά σκεφτόταν τα σιδεράκια που ‘χε βγάλει από το σχολείο. Το στήθος της, της φαινόταν πιο μικρό από την τελευταία φορά που το ‘χε κοιτάξει στον καθρέφτη. Ενώ το μαύρο της στρινγκ με τον μωβ στηθόδεσμο, της έμοιαζε τώρα ένας ανεπιτυχής συνδυασμός. Τελικά άρχισε να τον γλείφει με δειλές κινήσεις. Κουμπωμένη. Ό, τι κι αν έκανε απέφευγε να τον κοιτάζει στα μάτια ή στο πέος. Κοιτούσε μόνο κλεφτά, πολύ λίγο. Τα μάτια της έφευγαν ολόγυρα χωρίς να μπορούν να βρουν ανάπαυση σε κάποιο σημείο. Σε λίγο χοροπηδούσε πάνω του. Το μουνί της ήταν σφιχτό. Αλλά δε μπορούσε να νιώσει τίποτα τώρα. Ούτε καν την επαφή με το άλλο σώμα. Άκουγε θορύβους από το πάνω διαμέρισμα.  Και νόμιζε πως κάποιος θα μπουκάρει απ’ την πόρτα. Κοιτούσε το ταβάνι. Επιτέλους συγκεντρώθηκε κάπου. Ήθελε να κοιτάξει την ώρα. Κι ένιωθε μια βίαιη αγωνία για αυτό. Στο μεταξύ, πηδιόντουσαν πολύ και συνέχεια. Αυτός δεν έχυνε με τίποτα. Κάποια στιγμή τον έβγαλε από μέσα της. Άρχισε να τον παίζει. Αυτή δεν ήξερε αν έπρεπε να καβλώσει ή να εκνευριστεί. Οι απόψεις διίστανται. Το ‘χε κουβεντιάσει πολλές φορές με τις φίλες της άλλωστε. Δεν πήρε θέση. Ούτως ή άλλως ήταν αλλού. Αυτός σήκωσε το παντελόνι. Έκλεισε το φερμουάρ. Κι έφυγε. Τουλάχιστον της έμεινε το κρασί.
_____________
Ιστορίες καθημερινής κάβλας 
Francis Bacon

Κατευθύνομαι στο νεροχύτη. Με την άκρη του ματιού μου την κοιτάζω που με κοιτάει. Ακουμπά τον κώλο της στην περσινή Κυριακάτικη και πίνει καφέ. Θα προτιμούσε να τον πίναμε μαζί. Κοιτώ τα γυμνά της πόδια. Τελειώνουν στο κόκκινο μανό των δαχτύλων της. Προσεύχονται σ’ ένα έθνος αγάμητο. Θα προτιμούσα να τη γαμούσα. Αλλά αφού δεν έχω χρόνο, θα προτιμούσα να είχε φύγει. Γιατί ξέμεινε εδώ η παλιοκαριόλα; Κοιτάζω τα δόντια μου στον καθρέφτη. Όλα στη θέση τους. Αρχίζω να τα πλένω ένα-ένα.
Αστικό λεωφορείο. Full καυσαέριο. Τίγκα συνωστισμός. Κάτι δυσκίνητα παπούδια φράζουν την είσοδο. Βρωμάει θανατίλα εδώ μέσα. Κάποιοι δεν πρόλαβαν ακόμα το σπουδαίο. Κοιτώ τους συνεπιβάτες μου. Γιατί είστε τόσο ωχροί σήμερα; Το τσουλάκι έχει αφήσει την άκρη του εισιτηρίου να προεξέχει στην αριστερή της κωλότσεπη. Θα σου τρυπούσα τον κώλο και χωρίς εισιτήριο.
Ομόνοια. Δαγκώνω τα χείλη μου. Οι λέξεις κλείνονται μέσα τους. Κάνω μια στάση για την απαραίτητη εκσπερμάτωση καφεΐνης στα σπλάχνα μου. Θα πάρω την προσφορά. Είμαστε μια χώρα κατεχόμενη από ανώνυμους Γρηγόρηδες. Κανέλα ή σοκολάτα, κύριε; Εγώ κοιτάζω τα βυζιά της. Τα φαντάζομαι κάτω απ’ τη φόρμα της. Οχτώ ώρες μεροκάματο. Να τρίβονται στα μπράτσα της. Και στους ώμους. Οι ρώγες της θα θέλουν να εκραγούν. Κανέλα ή σοκολάτα, κύριε; Θα την έπαιρνα πάνω στη μηχανή του καφέ με φόντο την Ακρόπολη. Τον παίρνω στο χέρι.
Μπαίνω. Η μυρωδιά του γραφείου. Γνώριμη. Γιατί με κοιτάνε έτσι; Αφού έσφιξα τόσο γερά τη γραβάτα μου σήμερα. Διαβάζω τις πρωινές εφημερίδες. Τις αναπαράγω. Ετοιμάζω το αυριανό. Πόσο να αλλάξει ο κόσμος σε 24 ώρες. Εγώ θέλω να γαμάω και τις 24. Κι αυτές οι προτάσεις έχουν μονάχα εικοσιτέσσερα γράμματα. Ίδια. Εντελώς ίδια. Παραδίδω στην υπεύθυνη το άρθρο μου. Το προτελευταίο κουμπί στο λευκό της πουκάμισο είναι ανοιχτό. Μπαινοβγαίνει στο στήθος της η κάβλα. Και στα χείλη. Τρίβεται στη δερμάτινη  καρέκλα. Εγώ απέναντί της. Θέλω να της τον χώσω. Με κοιτάει με αυτοπεποίθηση πίσω απ’ τα DolceGabbana γυαλιά της. Διορθώνει με αυστηρότητα τη γραμμή του πουκαμισού της. Νιώθω την θερμοκρασία της ανάσας της. Οσφρίζομαι την υγρασία στα πόδια. Με διώχνει καθώς κοιτάζει την ώρα. Άλλες επτά, γαμώτο. Δεν τελειώνει…
______________
Un chant d' amour

«Άφησε το αυτί μου κι έπιασε το μάγουλό μου, το μέτωπό μου, που το σούφρωνε με τα ανελέητα δάχτυλά του. Ήταν σαν να δοκίμαζε πάνω μου πολλά πρόσωπα που κανένα δεν τον ικανοποιούσε. Άφηνα αυτόν τον μικρό, που με το παιχνίδι ξεφόρτωνε ακόμα περισσότερη θλίψη από μέσα του, τον άφηνα να με επεξεργάζεται. Τον ευχαριστούσε να επινοεί αυτές τις ρυτίδες, αυτά τα βαθουλώματα, τα εξογκώματα, αυτή όμως η ευχαρίστησή του ήταν σοβαρή. Δε γελούσε ο Λυσιέν. Μου φαινόταν πως είναι ευλογία να με ζυμώνουν τέτοια δάχτυλα, να με τορνεύουν, κι ένοιωθα τον έρωτα που πρέπει να αισθάνεται η ύλη γι’ αυτόν που τη σμιλεύει με τόση χαρά.» (Zean Genet)
Τοίχος αδιαπέραστος. Αδιαπέραστα τα όρια του άλλου. Του άλλου σώματος. Σκοτάδι. Πηχτό μαύρο διαχέει το μελάνι του αισθήματος. Τα βλέφαρά μου πέφτουν. Τα μάτια μου είναι μια αφή με λαγνεία. Ο τοίχος αδιαπέραστος. Τα βλέφαρά μου πέφτουν. Γαλάζια ρόδα σκεπάζουν τις ακτές ενός ποταμού που είναι πολύ κουρασμένος για να περάσει στην απέναντι όχθη. Βηματίζω ως την ανατολική γωνία του κελιού μου. Πάθος είναι η γλώσσα του σώματος. Αποπροσανατολίζομαι. Χάνομαι. Βυθίζομαι. Προσανατολίζομαι στην ανεξέλεγκτη σκοτοδίνη του αισθήματος. Έρχεται η εποχή της ηδονής.
Τα χείλη σου είναι ένα τραγούδι χωρίς φωνή. Πίνω απ’ το στόμα σου καπνό και ομίχλη. Η φανταστική μου αφή είναι μια αράχνη μεθυσμένη από έξαψη. Τυλίγει το σώμα μου στον καυτό της ιστό. Δάχτυλα είναι τα σύνορα της ηδονής στη γεωγραφία του κορμιού μου. Περιέρχομαι από την υγρή πλευρά του ονείρου. Δάκρυα πόθων στάζουν στο ζεστό κορμί της φαντασίας. Βγάζω τα πλευρά μου με τα χέρια. Αγγίζω απαλά τις ρίζες της γέννησής μου. Ένα ιλιγγιώδες πάθος μου κινεί το σώμα. Κάβλα είναι η προσευχή της ζωής. Και ζωή ο ψαλμός της ελευθερίας. Ήρθε η εποχή της ηδονής.
Ο τοίχος κατεδαφίζεται. Κρατώ στα ερεθισμένα μου χέρια το ερεθισμένο κορμί σου. Αιχμηρά άχυρα πληγώνουν την διαφάνεια του δέρματος. Διατρυπούν τις καμπύλες του σώματος που είναι έτοιμο να εξατμιστεί. Φυσάω καπνό και ομίχλη στα σπλάχνα σου. Πίνω το νέκταρ της αναπνοής. Τα μέλη του σώματος αλλάζουν σειρά. Τα όρια του άλλου υποχωρούν. Η θερμοκρασία της γης μολύνθηκε. Τα άκρα των θάμνων χαϊδεύουν τη γυμνή πλευρά του ονείρου. Κι αυτή γίνεται αίμα. Μια υγρή επιφάνεια που περικλείει την σκοτοδίνη του αισθήματος. Η θλίψη των απελπισμένων είναι μια κραυγή ανεξέλεγκτης επιθυμίας. Και η κραυγή ουρανός χωρίς ήχο και χωρίς χρώμα. Κολυμπάμε στην ασώματη κατάσταση. Τα περιγράμματα κατεδαφίζονται. Τα βλέφαρά σου πέφτουν. Τριχωτά δάχτυλα σκεπάζουν τις σκιερές περιοχές του σώματος. Μια πηχτή αίσθηση συγχωνεύεται με την έξαψη του πόθου. Ήρθε η εποχή της ηδονής.
_________________
Crave, page 31 

«εμπνευσμένο απ’ το Crave της Sarah Kane»
Σκηνοθεσία: Μόνικα Κολοκοτρώνη
Video Art: Παναγιώτης Παντελεάκης, Κωνσταντίνος Καψάλης
 Ερμηνεία: Ορέστης Καρύδας, Λουκία Μιχαλοπούλου, Μόνικα Κ.
Ήρθα εδώ. Ποιος με έφερε; Τι μ’ έφερε; Δεν ξέρω που. Δεν ξέρω γιατί. Την ύπαρξή μου καταλαμβάνει μια νευρικότητα που δε γνωρίζω. Δε γνωρίζω να με διοχετεύσω στην αγάπη. Πέφτει βίαια η μουσική. Πρέπει να ακολουθήσω. Δεν ξέρω να ακολουθήσω. Η τρέλα μου φτιάχνει μια πηχτή κρούστα μυαλού που μου τυλίγει το κεφάλι. Με πνίγει. Πνίγομαι. Τα κλαδιά μου λυγούν. Τα φύλλα μου πέφτουν. Γέρνω. Γερνώ. Χτυπημένος από αμέτρητους χειμώνες.
Ξετυλίγω απ’ το κουρασμένο κεφάλι μου κάθε μόριο σαπισμένης λογικής. Θέλω να σε σκοτώσω. Σέρνομαι. Σέρνω αιώνες μοναξιάς. Θέλω να με σκοτώσω. Σέρνομαι. Θέλω να με σκοτώσω! Αναπαλαίωση τραυμάτων δεν υπήρξε ποτέ. Η αποκατάσταση τ’ ουρανού παραδόθηκε σε μελανά σχήματα. Η μουσική τρέχει. Θέλω να με σκοτώσω. Θέλω να σε σκοτώσω.
Σέρνομαι. Χωρίς τον ήχο των βημάτων μου. Κραυγάζω τη νευρικότητα που με τυλίξατε με αυτή. Βράζω εντός μου. Αφήνομαι. Στον πόνο. Στην αγάπη. Στη συμπύκνωση. Στην πτώση. Πεθαίνω. Αποδιώχνω τη χρόνια παράνοια της λογικής. Τη χρόνια παράνοια του θανάτου. Σέρνομαι. Σέρνομαι. Πετώ.
Σέρνομαι.  Χωρίς τον ήχο των βημάτων μου. Μόνο με το βρασμό της ύπαρξής μου. Είμαι η νευρικότητα που με τυλίξατε μ’ αυτή. Ξετυλίγω την τρέλα. Οδεύω προς την συρρίκνωση. Οδεύω προς την αγάπη, τον πόνο. Είμαι ο πόνος. Είμαι η νευρικότητα που με τυλίξατε με αυτή. Θέλω να πεθάνω. Είμαι η νευρικότητα που με τυλίξατε με αυτή. Ξεφλουδίζω την τρέλα από πάνω μου. Ξεσχίζω τη λογική. Οδεύω προς τη συρρίκνωση, την αγάπη. Είμαι ο πόνος. Θέλω να σε σκοτώσω. Θέλω να σκοτώσω τον θάνατο που μας έχει επιβληθεί. Είμαι ο πόνος. Η τρέλα. Οδεύω προς τη συρρίκνωση. Σ’ ένα τίποτα απόλυτο. Ένα τίποτα που μ’ εμπεριέχει.
Οδεύω…
______________
Blaubart

Σέρνομαι πάνω στα πεθαμένα φύλλα της Άνοιξης. Φαγωμένο το κορμί από πόνο και ελπίδα. Ο Θεός μ’ εγκατέλειψε. Θέλω να κινηθούμε. Να κινηθούμε προς ανακάλυψη νέων ορίων. Να ξεκλειδώσουμε τα μαρτυρικά άκρα της ελευθερίας. Να επινοήσουμε ξανά τη μουσική.
Το αίμα σου. Το λυτρωτικό σου αίμα. Κόκκινο ρέει στα χείλη μου. Μου δίνει σε δύναμη ό,τι αφαιρεί από υπομονή.  Διασχίζω μια σκοτεινή ήπειρο. Ο ήλιος είναι νεκρός. Μια προδομένη ανθρώπινη κραυγή. Αφήνω το σώμα μου. Στη ματωμένη γη.  Στη μαραμένη άνοιξη.  Στην εγκατάλειψη του Θεού. Παιδί μικρό. Χαμένο. Κάτω απ’ το υπόστεγο ενός αλήτη καιρού. Ανασηκώνομαι. Πίνω από το σώμα σου το θαύμα της γέννησης. Θα επινοήσουμε ξανά τη μουσική. Θα κινηθούμε μαζί στη χαμένη πλευρά του ονείρου.
Κοιτώ τον ουρανό. Αφήνομαι στα διψασμένα χέρια του αγέννητου κόσμου. Αφιλόξενος. Θέλει αφή ένα σώμα για να μπει στα προγονικά εδάφια της αθανασίας. Θέλει την αγριότητα του ανέμου. Τη γαλήνια διαύγεια του νερού. Αφαιρώ απ’ τον πόνο την Άνοιξη. Παγιδευμένος. Ανυπόμονος. Η ανυπομονησία του πνεύματος. Η βία του σώματος. Η μνήμη του συντονισμού. Η μνήμη του συντονισμένου. Μακριά η επόμενη μέρα. Κακομεταχειρισμένος θα μπω στον δεύτερο άνθρωπο.
Η αγκαλιά σου είναι μια αιματοβαμμένη κραυγή. Μπολιάζει τα παράλυτα άκρα. Το χαμένο βλέμμα που κατάπιε τον ήλιο. Ο δρόμος είναι η απουσία δρόμων. Εσύ είσαι η απουσία Εγώ. Το δοτικό κι άναρχο εσύ στα αντίπλευρα του θανάτου. Εμπεριέχει τις φιμωμένες φωνές. Τα πληγωμένα δέντρα γονατίζουν στα χείλη σου. Το βάδισμά μου γίνεται ξανά ανυπόμονο. Ξερά φύλλα δέντρων αποκόπτονται απ’ την εσωτερική πλευρά του εαυτού μου. Δάκρυα οστικής διάλυσης στάζουν στην πανάρχαια θάλασσα. Το φαγωμένο μου πρόσωπο κοιτάζει έναν εαυτό χωρίς πρόσωπο. Η ξοδεμένη σκουριά χρυσίζει στις απερπάτητες πλαγιές του απροσμέτρητου. Ο γυμνός κόσμος υποχωρεί.
Καταργείς το σύνορο της μνήμης. Καταπίνεις φύλλα νεκρά και χρεοκοπημένες σάρκες. Το μαρτύριο στην ακέφαλη επανάληψη του αύριο. Αφαιρείς τις περιττές χειρονομίες. Είσαι ένα μέλλον χωρίς χέρια. Η δίχως μάτια όραση που εισχωρεί στον πόνο. Ενσωματώνομαι στην αγέννητη πλευρά του ονείρου. Ένα νεκρό έμβρυο πέφτει απ’ την αγκαλιά μιας άγουρης μητέρας. Πέφτεις. Πέφτεις. Πέφτεις σε ξερά φύλλα δέντρων. Τα χέρια μου πλημμυρίζουν από δυσκαμψία θανάτου. Μαραμένο τραγούδι. Παγωμένο όνειρο. Θέλω να κινηθούμε. Να κινηθούμε προς ανακάλυψη νέων ορίων.
_____________


Απόσχιση
Bertil Nilsson
Θα ήθελα να υπάρξω σαν μέρος της ζωής. Να είμαι μέρος της. Να εμπεριέχομαι σ’ αυτόν τον κόσμο που δεν καταλαβαίνω. Να πάψω να είμαι η ατομικότητα που αποτελώ –ή δεν αποτελώ- για τους άλλους. Να σταματήσω να είμαι η μοναδικότητα μέσα από την οποία (με) αισθάνομαι. Να πάψω να είμαι ο αποσχισμένος εαυτός. Ο εαυτός που έχει αποσπαστεί. Θα ήθελα να υπάρχω σαν μέρος της ζωής. Μέρος του ενιαίου τόπου. Κι αφού δεν είμαι εγώ αυτός που αρνούμαι τη ζωή (αφού επιθυμώ να είμαι μέρος της, όχι με την επιθυμία με την οποία γράφω για αυτήν, αλλά με μια βούληση που με υπερβαίνει) και αφού η ζωή δεν μπορεί να με αρνηθεί (αφού για εκείνη δεν αποτελώ μια εξωτερική ατομικότητα, αλλά μέρος μιας ολότητας από την οποία δε μπορεί να διαφύγει), τότε διαισθάνομαι πως ο διαχωρισμός μου απ’ την ζωή είναι ένα διολίσθημα απ’ το οποίο αδυνατώ να ξεφύγω. Ένα διολίσθημα που δε δύναται να επουλωθεί. Εγώ και η ζωή είμαστε άλλοι. Διαχωρισμένοι. Κι αυτό είναι κάτι το ανεπανόρθωτο. Ίσως γιατί διαισθάνομαι πως ο χώρος και ο χρόνος (μας) έπαψαν να είναι πια το ένα και το αυτό, έπαψαν να είναι ένα ενιαίο πράγμα.

Κι αφού το γεγονός του ότι διαφέρω από εσένα, από εκείνον κι από αυτόν δε με διαφοροποιεί απ’ τον εαυτό μου, τότε το γεγονός του εαυτού μου μετατρέπεται σε εκδίκηση ή τιμωρία. Την τιμωρία του να είμαι εγκλωβισμένος μέσα μου. Μέσα σ’ ένα μέσα που μου απαγορεύει να αγγίζω, να έρχομαι σ’ επαφή με το αδιαίρετο τοπίο της ζωής που μ’ εμπεριέχει. Ο εαυτός είναι η τιμωρία του εαυτού μου. Μια τιμωρία που έχει πάψει να είναι υπαρξιακή. Μια τιμωρία πιο άμεση, σχεδόν αντανακλαστική. Ή μάλλον μια οργανική τιμωρία: κάποιο ελάττωμα των πνευμόνων μου κατά τη διαδικασία πρόληψης της ζωής.

«Όλα όσα έχω κάνει, σκεφτεί, υπάρξει, είναι ένα άθροισμα υποταγών ή ένα ψεύτικο ον που το θεώρησα δικό μου, γιατί ενήργησα με κατεύθυνση από αυτό προς τα έξω, ή ανάλογα με το βάρος των περιστάσεων που υπέθετα πως ήταν ο αέρας που ανέπνεα. Είμαι, αυτή τη στιγμή που βλέπω, ένας άνθρωπος αιφνίδια μόνος του, που ανακαλύπτει πως είναι εξόριστος στο μέρος που υπήρξε πάντα πολίτης», λέει ο Fernando Pessoa, καταδεικνύοντας την αυταπάτη του εαυτού. Του αποσχισμένου εαυτού. Ενός εαυτού αποσχισμένου και παραδομένου στην επινοημένη αυτοτέλεια της μοναδ(χ)ικότητάς του. Γιατί το μέρος στο οποίο πάντα υπήρξα πολίτης είναι ένα μέρος που επινόησα. Είναι το μέρος του εξωτικού εαυτού, που η επινόησή του σήμανε την απομάκρυνση και τον διαχωρισμό απ’ το ενιαίο τοπίο της ζωής. Κάλεσα/δημιούργησα ένα φαντασιακό εγώ που μπήκε ανάμεσα σε μένα και τη ζωή και τώρα είμαι ο αποξενωμένος τόπος. Είμαι ένα εγώ που δεν υπάρχει. Καθώς το εγώ δε μπορεί να νοηθεί ανεξάρτητα απ’ το συνολικό τοπίο της ζωής. Είμαι εγώ ο ξένος που επιθυμεί να είναι μέρος της ζωής.  Έτσι, παγιδευμένος στο ον του εαυτού μου αιωρούμαι ανάμεσα στην αδυναμία μου να υπάρξω, και στην αδυναμία μου να μην υπάρξω. Σε μια κατάσταση που φαντάζει ανέφικτο να περιγραφεί, και ακόμα πιο ανέφικτο να βιωθεί. Είμαι η εξορία μου. Και οι ξεριζωμένες ρίζες μου είναι μια θηλιά που κρέμομαι απ’ αυτή. Κρέμομαι μακριά από τη ζωή.    
 _______________


Ετοιμόρροπες πόλεις

Zbigniew Lagocki

Ακολουθούμε τα ανεξακρίβωτα ίχνη ενός άγνωστου μύθου. Τον αναμεταξύ διάκοσμο, απ’ όπου παρελαύνουμε, τον αποκαλούμε πραγματικότητα.

Μαύρα κοράκια χτενίζουν το κεφάλι του ονείρου. Δεν έμεινε μήτρα να στεγάσει την αγέννητη εκδοχή μου.
Ο ύπνος που δε διακόπτεται από ύπνο, πόσο διαρκεί; Ξυπόλητος ο νεκρός εισβάλλει σ’ έναν κόπο ανθρώπινο.
Όταν φοβάσαι τι σκιά ενός αόρατου πράγματος, τι σχήμα έχει αυτό που φοβάσαι;

Σε συναντούσα όταν δεν ήσουν εδώ. Μας συναντούσα αλλεπάλληλα. Όταν είσαι εδώ, που είσαι; Γαμώτο!
Προς τα πού εξανεμίζονται τα δάκρυα, όταν το κορμί σου είναι ήδη αρκετά αφυδατωμένο για να καταπιεί άλλη μια θάλασσα;
Όταν πεθαίνουμε ανάβουμε κεριά για να μετριόμαστε μεταξύ μας.
Όλο κάποιος λείπεις.

Όταν πυροβολείς τον εαυτό σου, ποιος είναι αυτός που σκοτώνεται στη θέση σου; αφού εσύ δεν είσαι πια εδώ για να πεθάνεις.
Μέσα σε ξεραμένες καλαμιές, σε άρρωστες κουφάλες δέντρων, ζαλισμένα έντομα θρηνούν έναν κόσμο απόβλητο.
Πόσα τραύματα χωράνε σ’ ένα σώμα; Πόσα σώματα χωράνε σ’ ένα τραύμα; Με τρομάζει η χωρητικότητα, η ευπλαστότητα της μνήμης.

Το νερό έχασε κι αυτό το χρώμα του. Μπαίνουμε σ’ έναν κόσμο κόκκινο. Τον τελευταίο κόσμο.